-
1 αγκάλη
ἀγκάληbent arm: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀνακαλέωcall up: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀνακαλέωcall up: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————ἀγκάληbent arm: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αγκαλη
(κᾰ) ἥ преимущ. pl.1) согнутая рука, локоть ( часть руки от локтевого сустава до кисти)ἐν τῇ ἀγκάλῃ φέρειν Her. и (ἐν ταῖς) ἀγκάλαις περιφέρειν Xen., Eur. (тж. перен.) — носить на руках;
ὑπ΄ ἀγκάλαις (τινὸς) σταθείς Eur. — находясь под чьей-л. защитой2) объятия; недра, лоноπόντιαι ἀγκάλαι Aesch. — морская пучина;
πετραία ἀ. Aesch. — каменное лоно, т.е. могильный холм из обломков скал;κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Arph. — в объятиях волн -
3 ἀγκάλη
ἀγκάλη, ἡ, Ellnbogen, Arm, gew. plur., ἐν ἀγκάλαις ἔσκε Aesch. Ag. 705; ἐν ἀγκ. λαβών; so oft bei Eur.; μόνον οὐκ ἐν ἀγκ. περιφέρειν Xen. Cyr. 7, 5, 50 (unser auf den Händen tragen). Eur. ἀγκάλαις περιφέρειν Or. 464. Uebertr. auf alles Umfassende, Eur. χερὸς ὑπ' ἀγκάλαις ἐμαῖς Ion. 1357; Aesch. πόντιαι ἀγκ. Ch. 580; πελάγιαι Eur. Hel. 1068; vgl. Or. 1376; Ar. Ran. 704; Nausicr. com. Ath. VII, 296 a; πετραία Aesoh. Pr. 1021; den sing. hat noch Plat. Legg. VII, 789 c; Luc. D. Mar. 1, 5; Plut. hat das früher nur poei. W. öfter. z. B. ἐν ἀγκάλαις γῆς de pr. frig. 20.
-
4 ἀγκάλη
A bent arm, mostly in pl.,ἐν ἀγκάλαις A.Ag. 723
, Supp. 481, E.Alc. 351, al.; prov.,ἐν ταῖς ἀ. περιΦέρειν τινά X.Cyr.7.5.50
; without ἐν, ἀγκάλαις ἔχειν, περιΦέρειν, E.IT 289, Or. 464; , cf. IT 1250; ; πρὸς ἀγκάλαις πεσεῖν ib. 962;ὑπ' ἀγκάλαις σταθείς Id.Andr. 747
: rarely in sg., Corinn.19 (s.v.l.);Φέρειν ἐν τῇ ἀ. Hdt.6.61
, cf. X.l.c., Timocl.7.4.2 bend of knee, Cael.Aur.TP5.1.2.II metaph., anything closely enfolding,κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;πετραία ἀ. A.Pr. 1019
;πόντιαι ἀ. Id.Ch. 587
, cf. E.Or. 1378;πελαγίοις ἐν ἀ. Nausicr. 1.3
; of the air,γῆν..ἔχονθ' ὑγραῖς ἐν ἀ. E.Fr. 941
. -
5 ἀγκᾰλη
-
6 ἀγκάλη
ἀγκάλη, ης, ἡ (Trag., Hdt. et al.; ins, pap, LXX, mostly pl.) the arm bent as to receive someth., arm δέξασθαι εἰς τὰς ἀ. take into one’s arms (Jos., Ant. 8, 28 τὸ παιδίον … εἰς τὰς ἀ. μου τίθησι; OGI 56, 60 of a cult image τὶς τῶν ἱερέων οἴσει ἐν ταῖς ἀγκάλαις) Lk 2:28 (Mk 9:36 uses ἐναγκαλίσασθαι).—DELG s.v. ἀγκ-. M-M. -
7 αγκάλη
η1) охапка;κρατώ στην αγκάλη — держать в охапке;
2) (чаще πλ.) объятия;εις τάς αγκάλας — в объятиях;
με ανοιχτές αγκάλες — с распростёртыми объятиями;
3) небольшой залив, маленькая бухта -
8 ἀγκάλη
Βλ. λ. αγκάλη -
9 ἀγκάλῃ
Βλ. λ. αγκάλη -
10 ἀγκάλη
43 ἀγκάλη{сущ., 1}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγκάλη
-
11 αγκάλη
43 ἀγκάλη{сущ., 1}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγκάλη
-
12 ἀγκάλη
рука (согнутая), локоть (часть руки от локтевого сустава до кисти), объятия.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγκάλη
-
13 ἀγκάλη
-ης + ἡ N 1 0-1-0-2-0=3 1 Kgs 3,20; Prv 5,20; Est 5,1(bent) arm, embrace Prv 5,20; lap 1 Kgs 3,20 -
14 'γκαλήι
ἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: fut ind mid 2nd sg (attic)ἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: pres subj mp 2nd sgἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: pres ind mp 2nd sgἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: pres subj act 3rd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres ind mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj act 3rd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: fut ind mid 2nd sg (attic)ἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres ind mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj act 3rd sg -
15 'γκαλῆι
ἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: fut ind mid 2nd sg (attic)ἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: pres subj mp 2nd sgἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: pres ind mp 2nd sgἀγκαλῇ, ἀνακαλέωcall up: pres subj act 3rd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres ind mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj act 3rd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: fut ind mid 2nd sg (attic)ἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres ind mp 2nd sgἐγκαλῇ, ἐγκαλέωcall in: pres subj act 3rd sg -
16 αγκαλις
-
17 объятие
объятие с η αγκαλιά, το αγκάλιασμα, η αγκάλη· заключить в \объятиея αγκαλιάζω* * *сη αγκαλιά, το αγκάλιασμα, η αγκάληзаключи́ть в объя́тия — αγκαλιάζω
-
18 αγκάλαι
-
19 ἀγκάλαι
-
20 αγκάλας
См. также в других словарях:
ἀγκάλη — bent arm fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνακαλέω call up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνακαλέω call up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκάλῃ — ἀγκάλη bent arm fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
'γκαλῆι — ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up fut ind mid 2nd sg (attic) ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres subj mp 2nd sg ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres ind mp 2nd sg ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres subj act 3rd sg ἐγκαλῇ , ἐγκαλέω call in pres subj mp 2nd sg ἐγκαλῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκάλαι — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl ἀγκάλᾱͅ , ἀγκάλη bent arm fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδες — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδεσσι — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδεσσιν — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδων — ἀγκάλη bent arm fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)