-
1 ἀγανοφροσύνη
ἀγανο-φροσύνη, ἡ,A gentleness, kindliness, Il.24.772, Od.11.202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανοφροσύνη
-
2 ἀγανόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανόφρων
-
3 ἀγανοφροσύνη
ἀγανο-φροσύνη: gentle-mindedness, kindliness, Od. 11.203; cf. Od. 2.230.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγανοφροσύνη
-
4 ἀγανόφρων
ἀγανό-φρων: gentle-minded, Il. 20.467†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγανόφρων
-
5 ἀγαπάω
I greet with affection (cf. foreg.), once in Hom., Od.l.c.:—in Trag. only show affection for the dead,ὅτ' ἠγάπα νεκρούς E.Supp. 764
, cf.Hel. 937:—[voice] Pass., to be regarded with affection,ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται Pi.I.5(6).70
:— generally, love,ὥσπερ.. οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι Pl.R. 330c
, cf. Lg. 928a; ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσ' Poet. ap. Phdr. 241d; ἀ. τοὺς ἐπαινέτας ib. 257e; ἐπιστήμην, τὰ χρήματα, etc., Id.Phlb. 62d, al.; ; ; esp. of children,αὐτὸν ἐτιθηνούμην ἀγαπῶσα Id.Sam.32
, etc.:—[voice] Pass., Pl.Plt. 301d, etc.;ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι D.61.9
;ὑπὸ τοῦ φθᾶ OGI90.4
(Rosetta, ii B. C.); so in LXX of the love of God for man and of man for God, Is.41.8, De.11.1, al., cf. Ev.Jo.3.21, Ep.Rom.8.28:—as dist. fr. φιλέω (q. v.) implying regard rather than affection, but the two are interchanged, cf. X.Mem.2.7.9 and 12; φιλεῖσθαι defined asἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι' αὑτόν Arist.Rh. 1371a21
:—seldom of sexual love, for ἐράω, Arist.Fr.76, Luc.JTr.2;ἀ. ἑταίραν Anaxil.22.1
(but ἀ. ἑταίρας to be fond of them, X.Mem.1.5.4; ἐρωτικὴν μέμψιν ἡ ἀγαπωμένη λύει dub. in Democr.271):—of brotherly love, Ev.Matt.5.43, al.3 caress, pet, Plu.Per.1.II of things, to be fond of, prize, desire, Pl.Ly. 215a, 215b, etc.;τὰ χρήματα R. 330c
;μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς Ev.Jo.3.19
; prefer,τὰ Φιλίππου δῶρα ἀντὶ τῶν κοινῇ τοῖς Ἕλλησι συμφερόντων D.18.109
:—[voice] Pass., highly prized, precious stones,Pl.
Phd. 110d.III to be well pleased, contented, once in Hom.,οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος.. μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; Od.21.289
; freq. in [dialect] Att., ἀγαπᾶν ὅτι .. Th.6.36; more commonly, ἀ. εἰ .. to be well content if.., Lys.12.11, Pl.R. 450a, al.; ἐὰν .. ib. 330b, cf. Ar.V. 684, Pl.Grg. 483c, al.2 c. part.,ἀ. τιμώμενος Pl.R. 475b
, cf. Isoc.12.8, Antiph.169: c. inf.,οὐκ ἀ. τῶν ἴσων τυγχάνειν τοῖς ἄλλοις Isoc.18.50
, cf. D.55.19, Hdn.2.15.4, Alciphr. 3.61, Luc.DMort.12.4, etc.3 c. dat. rei, to be contented with,ἀ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys.2.21
;τοῖς πεπραγμένοις D.1.14
.4 c. acc. rei, tolerate, put up with,μηκέτι τὴν ἐλευθερίαν ἀ. Isoc. 4.140
;τὰ παρόντα D.6.15
;τὸ δίκαιον Pl.R. 359a
([voice] Pass.), cf. Arist. Rh. 1398a23.5 rarely c. gen., ἵνα.. τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν may be content with the proper price, Alex.125.7.6 abs., to be content,ἀγαπήσαντες Lycurg.73
, cf. Luc.Nec.17.7 c. inf., to be fond of doing, wont to do, like φιλέω, τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας τὸ τρίχωμα φορεῖν Arist.Oec. 1348a29, cf. LXX Ho.12.7. -
6 ἰανογλέφαρος
Grammatical information: adj.Meaning: `with violet-blue eyes'(Alkm. 13, 69, of girls), cf. ἰανοκρήδεμνος ἴοις ὅμοιον τὸ ἐπικράνισμα H.;Compounds: so extended from ἰο-γλέφαρος (Pi.) after the comparable compp. with κυανο- (ἰανογλέφαρος - χαίτης etc.; κυανοβλέφαρος first AP 5, 60); note also ἀγανο-βλέφαρος (Ibyc.). Also ἰανόφρυς PMich. 11, 13 after κυανόφρυς.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: On ἰανογλέφαρος Taillardat Rev. de phil. 79, 131ff., and Treu Von Homer zur Lyrik 265 u. 285. Not with Kretschmer KZ 32, 539, Johansson ibd. 543 = ἑᾱνός; nor with Bq (s. ἑᾱνός) from ἰαίνω.Page in Frisk: 1,704Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰανογλέφαρος
См. также в других словарях:
άγανο — το 1. η βελονοειδής απόφυση τού σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια 2. λεπτό κόκκαλο ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)] … Dictionary of Greek
άγανο — το το μουστάκι του σταριού και του κριθαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγανιάζω — [άγανο] (για τα στάχια) βγάζω άγανα, αθέρες … Dictionary of Greek
μαυραγάνι — το ποικιλία σιταριού που έχει μαύρο άγανο, μαυροσίταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + άγανο] … Dictionary of Greek
αγάνα — η βλ. άγανο … Dictionary of Greek
αγανεύω — [αγανός] 1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω 2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά 3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά 4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ … Dictionary of Greek
αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… … Dictionary of Greek
αθήρ — Όρος της βοτανικής που σημαίνει την προέκταση των ειδικών παρανθίων ή λεπύρων των αγρωστωδών, το άγανο (η βελονωτή απόφυση) του σταχυού. Η λέξη α. χρησημοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος κάθε πράγματος,… … Dictionary of Greek
ακοστή — ἀκοστή, η (Α) το κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ.… … Dictionary of Greek
γλωξ — γλώξ η (Α) (μόνο πληθ.) αἱ γλῶχες το γένι τού σταχιού, το άγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα γλώσσα, γλωχίν. Η σύνδεση με αρχ. σλαβ. glogŭ «αγκάθι»… … Dictionary of Greek
κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek