-
61 мизинец
-нца α. το μικρό δάχτυλο, ωτίτης.εκφρ.не стоит -нца твоего – κ.τ.τ. δεν αξίζει ούτε μια τρίχα των μαλλιών σου, είναι τίποτε μπροστά σε σένα•с мизинец ; на мизинец – ελάχιστος, ασήμαντος, αναξιόλογος. -
62 небольшой
επ.,.1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•-ая комната μέτριο δωμάτιο.
|| ολιγάριθμος•небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•
небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.
|| (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•небольшой срок μικρή προθεσμία.
2. ασήμαντος•-ая польза μικρή ωφέλεια•
-ая беда μικρό κακό.
|| μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.
3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.
εκφρ.с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•за -им д-лом – βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом). -
63 неважный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. όχι σοβαρός, μη σπουδαίος, ασήμαντος, επουσιώδης, ανάξιος, -ιόλογος•неважный вопрос όχι σπουδαίο (ασήμαντο) ζήτημα•
это не -жно αυτό δεν είναι σπουδαίο.
2. όχι και καλός ή όχι εντελώς καλός•-ое здоровье όχι και καλή υγεία•
-ые дела όχι και καλές δουλιές ή υποθέσεις.
-
64 невеликий
επ., βρ: -лик, -лика, -лико, πλθ. -лики1. όχι μεγάλος μικρός•-ик ростом αυτός είναι μικρού αναστήματος (μικρόσωμος).
2. ασήμαντος•потери -ки οι απώλειες δεν είναι μεγάλες.
-
65 невесомый
επ., βρ: -сом, -а, -оαβαρής• ελαφρός•невесомый лист ελαφρό φύλλο•
-ые о.отлака ελαφρά σύννεφα.
|| μτφ. ασήμαντος, αναξιόλογος•-ые аргументы αναξιόλογα επιχειρήματα.
-
66 невидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. αόρατος, αθέατος, αφανής.2. ασήμαντος. || άσημος, αφανής.3. δυσειδής, άσχημος, δύσμορφος. -
67 неглубокий
επ., βρ: -бок, -бока, -боко1. αβαθής, ρηχός•-ая река αβαθής ποταμός•
-ие корни αβαθείς ρίζες.
2. επιφανειακός, επιπόλαιος•-ие знания επιπόλαιες γνώσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος. || επουσιώδης.3. ελαφρός•неглубокий сон ελαφρός ύπνος.
-
68 недостаточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός γλίσχρος•-ые средства ανεπαρκή μέσα•
-ая помощь ανεπαρκής βοήθεια•
-ые знания ανεπαρκείς γνώσεις.
|| λιπόβαρος, λειψός, ξίκικος.2. μη πλήρης, -ολοκληρωμένος•-ые сведения ανεπαρκείς πληροφορίες.
|| αναξιόλογος, ασήμαντος, μη σοβαρός•-ая причина όχι σοβαρή αιτία.
3. πενιχρός, φτωχός.εκφρ.недостаточный глагол – το ελλιπές ρήμα. -
69 незначащий
επ.ασήμαντος επουσιώδης, αναξιόλογος κούφιος•-ие фразы κούφιες φράσεις•
незначащий разговор κουβέντα χωρίς περιεχόμενο ή κουβέντα για να περνά η ώρα.
-
70 незначительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. ασήμαντος, μικρός•-ая сумма денег ασήμαντο ποσό χρημάτων•
-ое большинство μικρή πλειοψηφία.
|| πενιχρός, φτωχικός, ευτελής.2. άσημος, αφανής. -
71 некоторый
αόρ. αντων.1. κάποιος, ένας•с -ых пор ή с -ого времени πριν κάμποσο καιρό•
-ая часть ένα.μέρος•
до -ой степени ως ένα βαθμό.
2. ασήμαντος•он имеет -ое состояние αυτός έχει κάποια περιουσία.
3. πλθ. -ые μερικοί•-ые деревья засохли μερικά δέντρα ξεράθηκαν.
εκφρ.- ым образом – κατά κάποιον τρόπον. -
72 непрезентабельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμη εντυπωσιακός, ασήμαντος,μη σπουδαίος, αφανής. -
73 непримечательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оαπαρατήρητος• άσημος, ασήμαντος. -
74 несерьёзный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноμη σοβαρός επιπόλαιος. || ασήμαντος•-ая рана επιπόλαιο τραύμα•
-ое дело ασήμαντη υπόθεση.
-
75 нестоящий
-ая, -ееεπ.που δεν αξίζει, ασήμαντος, τιποτένιος άχρηστος•дело совсем -ее υπόθεση εντελώς ασήμαντη•
нестоящий человек τιποτένιος άνθρωπος.
-
76 несущественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о; μη ουσιώδης-επουσιώδης, ασήμαντος•всё это -о όλα αυτά είναι επουσιώδη•
-ое различие ασήμαντη διαφορά.
-
77 низменный
επ., βρ: -мен, -менна, -меню;1. βαθύπεδος• χαμηλός• πεδινός•-ая местность χαμηλή τοποθεσία.
2. μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός, ελεεινός• πρόστυχος•-ые желания χαμαιζηλίες•
-ая душа κολασμένη ψυχή•
-ые побуждения ευτελή κίνητρα.
3. ασήμαντος, μηδαμηνός. -
78 никто
αντων. αρνητ.1. κανένας•никто не знает и никто меня не видел κανένας δε με ξέρει και κανένας δε με είδε•
никто из них κανένας απ αυτούς•
никто как он μόνο αυτός, κανένας άλλος, εκτός απ αυτόν•
я никого там не нашл κανέναν δε βρήκα εκεί•
я ни о ком не спрашивал δε ρωτούσα για κανένα.
2. ουσ. ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάκι, -πάριο. -
79 ничтожный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. ασήμαντος, μηδαμινός, πολύ μικρός ή χαμηλός•ничтожный заработок πολύ χαμηλές αποδοχές.
2. ελάχιστος•-ое меньшиствб ασήμαντη μειοψηφία.
|| τιποτένιος• άχρηστος•ничтожный человек τιποτένιος άνθρωπος•
-ая книга άχρηστο βιβλίο.
-
80 ограниченный
επ. από μτχ.περιορισμένος, λίγος, ασήμαντος•-ые возможности λίγες δυνατότητες•
-ые средства περιορισμένα μέσα•
в -ых количествах σε περιορισμένες ποσότητες.
|| μτφ. περιορισμένης αντίληψης•ограниченный че-ловк άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης.
См. также в других словарях:
ἀσήμαντος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασήμαντος — η, ο (AM ἀσήμαντος, ον) νεοελλ. ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος 2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι 3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος 4. ο χωρίς σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σημαίνω < σήμα… … Dictionary of Greek
ασήμαντος — η, ο αυτός που δεν είναι σημαντικός, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: Ήταν ασήμαντος, αλλά παράσταινε το σπουδαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσημάντως — ἀσήμαντος without leader adverbial ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμαντον — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc sg ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοιο — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοις — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισι — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισιν — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντου — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντους — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)