-
41 горсть
-и θ., γεν. πλθ. -ей.1. φούχτα, χούφτα• φουχτιά, δράγμα•горсть муки μια φούχτα αλεύρι.
2. μτφ. λίγοι, ασήμαντος αριθμός ή ποσότητα•горсть храбрецов μια φούχτα παλικάρια.
-
42 грошовый
επ.φτηνός, κατώτερης ποιότητας. || μτφ. αναξιόλογος, ασήμαντος, μηδαμηνός, τιποτένιος. || πάμφτηνος• ευτελής. -
43 дешёвый
επ., βρ: дшев, дешева, дшево.1. φτηνός•дешёвый товар φτηνό εμπόρευμα•
-ые цены χαμηλές τιμές•
дешёвый труд φτηνή δουλειά•
очень дешёвый πάμφτηνος.
2. μτφ. ασήμαντος, αναξιόλογος. -
44 захудалый
επ.1. (παλ. κ. απλ.) φτωχεμένος, καταστραμμένος, χρεωκοπημένος, ξεπεσμένος.2. ασήμαντος, αναξιόλογος. -
45 копеечный
επ.1. ενός καπικιού (αξίας).2. μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος• ελάχιστος•-ые расходы τιποτένια έξοδα.
3. μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός•-ая души ελεεινή ψυχή.
-
46 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
47 лилипут
-а α.-ка, -и θ.νάνος, πυγμαίος άνθρωπος. || άνθρωπος ασήμαντος. -
48 лилипутский
επ.λιλλιπούτειος. || ασήμαντος, μηδαμηνός. -
49 маловажный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноμικρής σημασίας, ασήμαντος. -
50 малоговорящий
επ.ασήμαντος, που δε λέει πολλά πράγματα•малоговорящий факт γεγονός που δε λέει (μαρτυρά) πολλά πράγματα.
-
51 малозаметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно;1. δυσδιάκριτος.2. ασήμαντος, αναξιόλογος. -
52 малозначительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оασήμαντος• άσημος αναξιόλογος. -
53 маломальский
επ. (απλ.) μηδαμηνός, ασήμαντος. -
54 малоценный
επ., βρ: -ценен, -ценна, -ценноμικρής αξίας•-ая вещь πράγμα μικρής αξίας.
|| μτφ. ασήμαντος•-ые сведения ασήμαντες πληροφορίες.
-
55 малый
малый 1επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•-ая медведица η μικρή Αρκτος.
|| λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.
|| άσημος, απλός, αφανής•мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.
|| στενός•-ые сапоги μικρές μπότες.
ουσ. το λίγο•довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.
2. ανήλικος.εκφρ.с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•- ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).малый 2επ.1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•умный ξεφτεράκι.
3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι. -
56 мелеть
-етρ.δ.1. γίνομαι αβαθής, ρηχός.2. μτφ. παλ. γίνομαι ασήμαντος. -
57 мелкий
επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•мелкий песок ψιλός άμμος•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
мелкий снег κοκκορόχιονο;
μικρός, ολιγάριθμος•-ие группы μικρές ομάδες.
2. μικρού μεγέθους•-ая рыба μικρό ψάρι•
-ие орехи μικρά καρύδια•
-ие кусочки μικρά κομματάκια•
-ие морщины μικρές ρυτίδες•
мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•
-ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•
мелкий мещанин μικροαστός•
мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•
-ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•
мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий
мелкий торговля το μικρεμπόριο.3. αβαθής, ρηχός•-ая река άβαθο ποτάμι•
-ая тарелка ρηχό πιάτο.
εκφρ.- ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•- ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο. -
58 мелкотравчатый
επ.1. παλ. καλυμμένος με χλοώδη στολίδια (για ύφασμα).2. ασήμαντος, αναξιόλογος. -
59 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.
-
60 мизерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноφτωχός, πενιχρός• ασήμαντος, αναξιόλογος. || παλ. άθλιος, ελεεινός;
См. также в других словарях:
ἀσήμαντος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασήμαντος — η, ο (AM ἀσήμαντος, ον) νεοελλ. ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος 2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι 3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος 4. ο χωρίς σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σημαίνω < σήμα… … Dictionary of Greek
ασήμαντος — η, ο αυτός που δεν είναι σημαντικός, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: Ήταν ασήμαντος, αλλά παράσταινε το σπουδαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσημάντως — ἀσήμαντος without leader adverbial ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμαντον — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc sg ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοιο — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοις — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισι — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισιν — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντου — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντους — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)