Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

что-то+с+чем-то!

  • 61 разговор

    разговор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:
    дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > разговор

  • 62 согласный

    согласн||ый I
    прил
    1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):
    я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·
    2. (единодушный) σύμφωνος:
    быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·
    3. (гармонический) ἀρμονικός.
    согласный II
    лингв.
    1. прил σύμφωνος·
    2. м τό σύμφωνο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > согласный

  • 63 считаться

    счита||ться
    несов
    1. προσέχω, δίνω σημασία, λογαριάζω:
    не \считатьсяться ни с чем δεν λογαριάζω τίποτε· с ннм никто не \считатьсяется κανένας δέν τοῦ δίνει σημασία, κανένας δέν τόν λογαριάζει· с этим надо \считаться αὐτό πρέπει νά τό ὑπολογίσετε·
    2. (слыть) θεωρούμαι:
    \считатьсяется, что... θεωρείται ὅτι...· ◊ э́то не \считатьсяется αὐτό δέν λογαριάζεται.

    Русско-новогреческий словарь > считаться

  • 64 толк

    толк
    м
    1. (смысл, разум) ἡ ἐννοια, ἡ σημασία/ τό ὅφελος, ἡ ὠφέλεια (польза):
    делать (говорить) что́-л. с \толком κάνω (λέγω) κάτι σωστά· без толку χωρίς ἀποτέλεσμα, μάταιά не добиться \толку δέν κατορθώνω κανένα ἀποτέλεσμα· сбить кого́-л. с \толку κάνω μπερδεύω κάποιον νά τά χάσει σαστίζω κάποιον из этого \толку не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά δοῦμε προκοπή·
    2. \толки мн. (слухи) οἱ διαδόσεις, οἱ φήμες, τά λόγια:
    вызывать \толки γεννώ διαδόσεις· не придавать значения \толкам δέν δίδω σημασία στίς φήμες· ◊ знать (понимать) \толк в чем-л. καταλαβαίνω, νοιώθω ἀπό κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > толк

  • 65 упираться

    упираться
    несов
    1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:
    \упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·
    2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:
    он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·
    3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:
    все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα.

    Русско-новогреческий словарь > упираться

  • 66 упор

    упор
    м τό στήριγμα, τό ἐρεισμα/ τό ϋπομόχλιο[ν] (точка опори)· ◊ выстрелить в \упор πυροβολώ ἐξ ἐπαφής· смотреть в \упор на кого-л. κυττάζω ἐπίμονα κάποιον делать \упор на что́-л. (или на чем-либо) τονίζω κάτι, ἐπιμένω σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > упор

  • 67 упрекать

    упрекать
    несов, упрекнуть сов κατηγορώ, μέμφομαι:
    \упрекать за что́-л., \упрекать в чем-л. κατηγορώ γιά κάτι· \упрекать кого́-л. в легкомыслии κατηγορώ κάποιον γιά τήν ἐπιπολαιότητα του.

    Русско-новогреческий словарь > упрекать

  • 68 уставлять

    уста́в||лять
    несов
    1. (что-л.) βάζω, τοποθετώ, τακτοποιώ·
    2. (чем-л.) γεμίζω:
    \уставлятьля́ть по́лку книгами (журналами) γεμίζω τό ράφι μέ βιβλία (μέ περιοδικά).

    Русско-новогреческий словарь > уставлять

  • 69 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 70 бывать

    ρ.δ.
    1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•

    всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.

    2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.

    3. βρίσκομαι, είμαι•

    вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.

    4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•

    -ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...

    5. επισκέπτομαι• συχνάζω•

    он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.

    (απρόσ.) συμβαίνει.
    εκφρ.
    как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•
    как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•
    ничего не -лоπαλ. βλ. στη λ. ничуть.

    Большой русско-греческий словарь > бывать

  • 71 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 72 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 73 согласие

    ουδ.
    1. συμφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση• δέξιμο• στρέξιμο•

    дать согласие на что.н. δίνω συγκατάθεση για κάτι•

    молчание согласие знак -я παρμ. η σιωπή είναι σημάδισυμ-φωνιας.

    2. συνομολόγηση, συμφωνία.
    3. ομοφωνία, ταυτότητα γνωμών.
    4. ομόνοια, σύμπνοια.
    5. ομοιότητα, κοινότητα γνωρισμάτων, αντιστοιχία• σύμπτωση.
    6. μτφ. αρμονία•

    жить в -и ζω αρμονικά.

    εκφρ.
    в -и с чем – (γραπ. λόγος) σύμφωνα με.

    Большой русско-греческий словарь > согласие

  • 74 ударение

    ουδ. (γραμμ.) ο τόνος•

    острое ударение η οξεία•

    тупое ударение η βαρεία•

    облечнное ударение η περισπωμένη•

    слог под -ем τονιζόμενη συλλαβή•

    слог без -я συλλαβή άτονη.

    || τονισμός•

    логическое ударение λογικός τονισμός.

    || μτφ. υπογράμμιση•

    делать ударение на чем, на что τονίζω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > ударение

См. также в других словарях:

  • Что-то с чем-то! — Удивление по поводу чего либо …   Словарь народной фразеологии

  • ЧТО — (1) ЧТО (1) [што] чего, чему, что, чем, о чём, местоим. 1. вопросительное. Какой предмет (вещь), какое явление? Что это такое? Чего вы ждете? Что с вами? Чем ты недоволен? Что из того (следует)? «Что нового покажет мне Москва?» Грибоедов. «Что… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЧТО — (1) ЧТО (1) [што] чего, чему, что, чем, о чём, местоим. 1. вопросительное. Какой предмет (вещь), какое явление? Что это такое? Чего вы ждете? Что с вами? Чем ты недоволен? Что из того (следует)? «Что нового покажет мне Москва?» Грибоедов. «Что… …   Толковый словарь Ушакова

  • Что — (1) ЧТО (1) [што] чего, чему, что, чем, о чём, местоим. 1. вопросительное. Какой предмет (вещь), какое явление? Что это такое? Чего вы ждете? Что с вами? Чем ты недоволен? Что из того (следует)? «Что нового покажет мне Москва?» Грибоедов. «Что… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЧТО — ЧТО, род. чего, мест., ср. ·произн. што, штё, ште, шта, що и пр. (щё, ряз., тамб. вят. ). Что выше нас, то не до нас. Что хочешь говори, а я не верю. Что он делает? Что взял? о неудаче. Что да что нужно, говори! | Кой, который. О ты, что в… …   Толковый словарь Даля

  • что-что — а, аюшки?, ась?, что такое?, в чем дело?, чего, что Словарь русских синонимов. что что предл, кол во синонимов: 7 • а (11) • ась? …   Словарь синонимов

  • чем бог послал — Чем Бог посла/л (пошлёт) разг. Тем, что имеется (что будет) Закусить чем Бог послал …   Словарь многих выражений

  • что — 1) чего, чему, что, чем, о чём, мест. 1. вопросительное. Обозначает вопрос о предмете, явлении, признаке и т. п. Что ищет он в стране далекой? Что кинул он в краю родном? Лермонтов, Парус. Чего тебе: чаю или кофе? Эй, Афанасья, кофе доктору, да… …   Малый академический словарь

  • что —   Вот что (разг.)    1) следующее, вот это.     Вы сделайте вот что: квартальный Пуговицын... пусть стоит для благоустройства, на мосту. оголь.    2) употребляется для подчеркивания последующей или предшествующей речи, в знач.: слушайте или… …   Фразеологический словарь русского языка

  • что-л. — ▲ объект ↑ абстрактный сущность абстрактный объект (время пример сущности. не надо лишних сущностей ). интенсионал смысловое понятие. предикат то, что утверждается в высказывании относительно рассматриваемого объекта; предмет суждения в логике.… …   Идеографический словарь русского языка

  • Что и к чему — Разг. Экспрес. В чём же суть дела, что кроется за чем либо (знать, понимать и т. п.). И ловко я всё устроил, так ловко, что, кажется, никакие бы следователи в мире не нашли концов. Сам производил дознания и знаю порядок, что и к чему (Мамин… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»