-
61 разговор
разговорм ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης. -
62 согласный
согласн||ый Iприл1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·2. (единодушный) σύμφωνος:быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·3. (гармонический) ἀρμονικός.согласный IIлингв.1. прил σύμφωνος·2. м τό σύμφωνο[ν]. -
63 считаться
счита||тьсянесов1. προσέχω, δίνω σημασία, λογαριάζω:не \считатьсяться ни с чем δεν λογαριάζω τίποτε· с ннм никто не \считатьсяется κανένας δέν τοῦ δίνει σημασία, κανένας δέν τόν λογαριάζει· с этим надо \считаться αὐτό πρέπει νά τό ὑπολογίσετε·2. (слыть) θεωρούμαι:\считатьсяется, что... θεωρείται ὅτι...· ◊ э́то не \считатьсяется αὐτό δέν λογαριάζεται. -
64 толк
толкм1. (смысл, разум) ἡ ἐννοια, ἡ σημασία/ τό ὅφελος, ἡ ὠφέλεια (польза):делать (говорить) что́-л. с \толком κάνω (λέγω) κάτι σωστά· без толку χωρίς ἀποτέλεσμα, μάταιά не добиться \толку δέν κατορθώνω κανένα ἀποτέλεσμα· сбить кого́-л. с \толку κάνω μπερδεύω κάποιον νά τά χάσει σαστίζω κάποιον из этого \толку не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά δοῦμε προκοπή·2. \толки мн. (слухи) οἱ διαδόσεις, οἱ φήμες, τά λόγια:вызывать \толки γεννώ διαδόσεις· не придавать значения \толкам δέν δίδω σημασία στίς φήμες· ◊ знать (понимать) \толк в чем-л. καταλαβαίνω, νοιώθω ἀπό κάτι. -
65 упираться
упиратьсянесов1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:\упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα. -
66 упор
упорм τό στήριγμα, τό ἐρεισμα/ τό ϋπομόχλιο[ν] (точка опори)· ◊ выстрелить в \упор πυροβολώ ἐξ ἐπαφής· смотреть в \упор на кого-л. κυττάζω ἐπίμονα κάποιον делать \упор на что́-л. (или на чем-либо) τονίζω κάτι, ἐπιμένω σέ κάτι. -
67 упрекать
упрекатьнесов, упрекнуть сов κατηγορώ, μέμφομαι:\упрекать за что́-л., \упрекать в чем-л. κατηγορώ γιά κάτι· \упрекать кого́-л. в легкомыслии κατηγορώ κάποιον γιά τήν ἐπιπολαιότητα του. -
68 уставлять
уста́в||лятьнесов1. (что-л.) βάζω, τοποθετώ, τακτοποιώ·2. (чем-л.) γεμίζω:\уставлятьля́ть по́лку книгами (журналами) γεμίζω τό ράφι μέ βιβλία (μέ περιοδικά). -
69 являться
явля||тьсянесов1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):\являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·3. (оказываться, становиться) είμαι:\являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:\являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον. -
70 бывать
ρ.δ.1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.
2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.
3. βρίσκομαι, είμαι•вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.
4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•-ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...
5. επισκέπτομαι• συχνάζω•он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.
(απρόσ.) συμβαίνει.εκφρ.как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•ничего не -ло – παλ. βλ. στη λ. ничуть. -
71 попасть
-паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•
пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.
2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•
-под дождь με πιάνει η βροχή•
он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•
попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•
εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;
βρίσκω τυχαία, συναντώ•попасть на след πέφτω σε ίχνος.
3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.
4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.
|| εισάγομαι, μπαίνω•он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.
5. βλ. попасться (2 σημ.).6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.
εκφρ.попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•
он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•
он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.
2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).εκφρ.попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών. -
72 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
73 согласие
-я ουδ.1. συμφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση• δέξιμο• στρέξιμο•дать согласие на что.н. δίνω συγκατάθεση για κάτι•
молчание согласие знак -я παρμ. η σιωπή είναι σημάδισυμ-φωνιας.
2. συνομολόγηση, συμφωνία.3. ομοφωνία, ταυτότητα γνωμών.4. ομόνοια, σύμπνοια.5. ομοιότητα, κοινότητα γνωρισμάτων, αντιστοιχία• σύμπτωση.6. μτφ. αρμονία•жить в -и ζω αρμονικά.
εκφρ.в -и с чем – (γραπ. λόγος) σύμφωνα με. -
74 ударение
-я ουδ. (γραμμ.) ο τόνος•острое ударение η οξεία•
тупое ударение η βαρεία•
облечнное ударение η περισπωμένη•
слог под -ем τονιζόμενη συλλαβή•
слог без -я συλλαβή άτονη.
|| τονισμός•логическое ударение λογικός τονισμός.
|| μτφ. υπογράμμιση•делать ударение на чем, на что τονίζω κάτι.
См. также в других словарях:
Что-то с чем-то! — Удивление по поводу чего либо … Словарь народной фразеологии
ЧТО — (1) ЧТО (1) [што] чего, чему, что, чем, о чём, местоим. 1. вопросительное. Какой предмет (вещь), какое явление? Что это такое? Чего вы ждете? Что с вами? Чем ты недоволен? Что из того (следует)? «Что нового покажет мне Москва?» Грибоедов. «Что… … Толковый словарь Ушакова
ЧТО — (1) ЧТО (1) [што] чего, чему, что, чем, о чём, местоим. 1. вопросительное. Какой предмет (вещь), какое явление? Что это такое? Чего вы ждете? Что с вами? Чем ты недоволен? Что из того (следует)? «Что нового покажет мне Москва?» Грибоедов. «Что… … Толковый словарь Ушакова
Что — (1) ЧТО (1) [што] чего, чему, что, чем, о чём, местоим. 1. вопросительное. Какой предмет (вещь), какое явление? Что это такое? Чего вы ждете? Что с вами? Чем ты недоволен? Что из того (следует)? «Что нового покажет мне Москва?» Грибоедов. «Что… … Толковый словарь Ушакова
ЧТО — ЧТО, род. чего, мест., ср. ·произн. што, штё, ште, шта, що и пр. (щё, ряз., тамб. вят. ). Что выше нас, то не до нас. Что хочешь говори, а я не верю. Что он делает? Что взял? о неудаче. Что да что нужно, говори! | Кой, который. О ты, что в… … Толковый словарь Даля
что-что — а, аюшки?, ась?, что такое?, в чем дело?, чего, что Словарь русских синонимов. что что предл, кол во синонимов: 7 • а (11) • ась? … Словарь синонимов
чем бог послал — Чем Бог посла/л (пошлёт) разг. Тем, что имеется (что будет) Закусить чем Бог послал … Словарь многих выражений
что — 1) чего, чему, что, чем, о чём, мест. 1. вопросительное. Обозначает вопрос о предмете, явлении, признаке и т. п. Что ищет он в стране далекой? Что кинул он в краю родном? Лермонтов, Парус. Чего тебе: чаю или кофе? Эй, Афанасья, кофе доктору, да… … Малый академический словарь
что — Вот что (разг.) 1) следующее, вот это. Вы сделайте вот что: квартальный Пуговицын... пусть стоит для благоустройства, на мосту. оголь. 2) употребляется для подчеркивания последующей или предшествующей речи, в знач.: слушайте или… … Фразеологический словарь русского языка
что-л. — ▲ объект ↑ абстрактный сущность абстрактный объект (время пример сущности. не надо лишних сущностей ). интенсионал смысловое понятие. предикат то, что утверждается в высказывании относительно рассматриваемого объекта; предмет суждения в логике.… … Идеографический словарь русского языка
Что и к чему — Разг. Экспрес. В чём же суть дела, что кроется за чем либо (знать, понимать и т. п.). И ловко я всё устроил, так ловко, что, кажется, никакие бы следователи в мире не нашли концов. Сам производил дознания и знаю порядок, что и к чему (Мамин… … Фразеологический словарь русского литературного языка