Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

через+-у

  • 101 если

    σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•

    если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•

    в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•

    если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•

    если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•

    если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•

    если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•

    если бы только знал μόνο να το ήξερα•

    если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•

    -ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•

    если только не μόνο αν, εκτός αν•

    он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•

    придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•

    если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•

    если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•

    если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•

    что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•

    если только αρκεί μόνο.

    Большой русско-греческий словарь > если

  • 102 забраться

    -берусь, -берешься, παρλθ. χρ. забрался
    -бралась, -бралось
    ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω• εισχωρώ, χώνομαι, εισδύω•

    забраться на самую верхушку дерева σκαρφαλώνω ως την ψηλότερη κορυφή του δέντρου•

    воры -лись в комнату через окно οι κλέφτες μπήκαν στο δωμάτιο από το παραθύρι.

    || διαπερνώ, μπαίνω-(για άνεμο, βροχή, χιόνι κ.τ.τ.).
    2. φεύγω μακριά. || κρύβομαι•

    забраться в глубокое•, подполье μπαίνω σε βαθιά παρανομία.

    Большой русско-греческий словарь > забраться

  • 103 засквозить

    -зит
    ρ.σ.
    1. αραιώνω, αρχίζω να διαπερνιέμαι, από το φως.
    2. φαίνομαι, διακρίνομαι ανάμεσα απο•

    через ветви деревьев -ло небо ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων φάνηκε ο ουρανός.

    Большой русско-греческий словарь > засквозить

  • 104 колода

    θ.
    1. κούτσουρο•

    рубить мясо на -е κόβω το κρέας στο κούτσουρο.

    2. σκαλισμένος κορμός δέντρου (για κυψέλη, σκάφη κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    через пень -у (валить) – κάνω τι τσαπατσούλικα, όπως-όπως.
    θ.
    δέσμη παιγνιόχαρτων, τράπουλα.

    Большой русско-греческий словарь > колода

  • 105 крыть

    крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σκεπάζω, καλύπτω•

    крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.

    2. επενδύω, ντύνω.
    3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.
    4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•

    крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.

    5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•

    крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!

    6. μαλώνω, επιπλήττω.
    εκφρ.
    крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крыть
    нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.
    κρύβομαι•

    в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•

    что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.
    (χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > крыть

  • 106 ложка

    θ.
    1. κουτάλι, κοχλιάριο, χουλιάρι•

    столовая ложка κουτάλι της σούπας•

    чайная ложка κουταλάκι του τσαγιού•

    деревянная ложка ξύλινο κουτάλι•

    десертная ложка κουταλάκι του γλυκού•

    разливательная ложка κουτάλα διανομής• ποσοτικό μέτρο•

    ложка соли ένα κουτάλι αλάτι.

    2. βλ. кастаньеты.
    εκφρ.
    через час по (чайной) -е – πολύ αργά, από λίγο-λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > ложка

  • 107 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 108 месяц

    α.
    1. μήνας•

    двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•

    месяц солнечный ηλιακός μήνας•

    лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•

    текущий месяц ο τρέχων μήνας•

    прошлый месяц ο περασμένος μήνας•

    будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•

    в начале -а στην αρχή του μήνα•

    в конце -а στο τέλος του μήνα.

    || περίοδος τριάντα ημερών•

    он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).

    2. φεγγάρι, σελήνη•

    полный месяц η πανσέληνος•

    новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•

    месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•

    месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > месяц

  • 109 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 110 неделя

    θ. (ε)βδομάδα•

    в году считается 52 -и ο χρόνος έχει 52 βδομάδες•

    на будущей -е την ερχόμενη βδομάδα•

    на прошедшей -е την περασμένη βδομάδα•

    на -е αυτήν τη βδομάδα•

    каждые три -и κάθε τρεις βδομάδες•

    через три -и μετά τρεις βδομάδες.

    || επταήμερο.
    εκφρ.
    сыропустная неделя – Κυριακή της τυροφάγου•
    страстная неделя – εβδομάδα των Παθών

    Большой русско-греческий словарь > неделя

  • 111 отправить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.. (απο)στέλ-λω•

    отправить письмо στέλλω γράμμα•

    отправить посылку στέλλω δέμα.

    || δίνω εντολή εκκίνησης. || κατευθύνω με σκοπό.
    εκφρ.
    отправить в рот отправить – βάζω στο στόμα•
    отправить на тот свет – στέλλω στον άλλο κόσμο (θανατώνω).
    αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ• πηγαίνω φεύγω (για πλοίο) αποπλέω, σαλπάρω•

    поезд -ится через час το τρένο θα φύγει μετά από μια ώρα•

    отправить в путь ξεκινώ για ταξίδι, παίρνω δρόμο•

    отправить домой πηγαίνω για το σπίτι.

    εκφρ.
    отправить на тот свет (к предкам ή праотцам) – μεταναστεύω στον άλλο κόσμο.
    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ. παλ. εκτελώ, κάνω•

    отправить панихиду κάνω μνημόσυνο, παννυχίδα.

    Большой русско-греческий словарь > отправить

  • 112 перебрести

    -реду, -редёшъ, παρλθ. χρ. перебрёл, -рела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. перебредший, επιρ. μτχ. перебредя
    ρ.σ.
    1. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перебрести речку περνώ το ποταμάκι.

    2. περνώ, διαβαίνω αργά ή με δυσκολία•

    перебрести через улицу περνώ το δρόμο με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебрести

  • 113 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 114 перевиснуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. перевис
    -ла, -ло
    ρ.σ. (απλ.) κάμπτομαι, λυγίζω, επικρέμαμαι•

    перевиснуть через перила λυγίζω το κορμί πάνω από τα κάγκελα.

    Большой русско-греческий словарь > перевиснуть

  • 115 перевоз

    α.
    1. μεταφορά, μετακόμιση, μετακομιδή (με μεταφ. μέσο)•

    перевоз вещей μεταφορά πραγμάτων•

    перевоз леса μεταφορά ξυλείας•

    перевоз через реку η μεταφορά (διαπεραίωση) από το ποτάμι.

    2. πέραμα, πέρασμα, περασιά.

    Большой русско-греческий словарь > перевоз

  • 116 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 117 перелететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ πάνω από υπερίπταμαι• διίπταμαι•

    перелететь через аллы πετώ πάνω από τις Αλπεις•

    перелететь море περνώ τη θάλασσα πετώντας.

    || υπερπηδώ, πηδώ μέσα πάνω από το φράχτη•

    петух -л частокол ο κόκορας πέταξε πάνω. από το φράχτη.

    2. πηγαίνω αεροπορικώς•

    перелететь из Москвы в Ленинград πετώ από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ.

    || αποδημώ•

    птицы -ли с севера на юг τα πουλιά αποδήμησαν από το βοριά στο νότο.

    3. εκτοξεύομαι πέρα από•

    снаряд -л η οβίδα έπεσε πέρα από το στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > перелететь

  • 118 перемахнуть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. (υπερ)πηδώ (через) канаву πηδώ το χαντάκι•

    перемахнуть плетень πηδώ το φράχτη.

    || περνώ, διαβαίνω ορμητικά.
    2. μετακινούμαι, περνώ, φεύγω από ένα μέρος σε άλλο.
    3. μεταφέρω, διαβιβάζω.
    (απλ.) υπερβάλλω, τα παραλέω.
    αλληλογνεύομαι, κάνομε νεύμα ο ένας τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > перемахнуть

  • 119 переметать

    ρ.δ.
    βλ. перемести.
    -мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемётанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξανασυσσωρεύω, ξανασωριάζω•

    переметать стог ξαναθημωνιάζω.

    2. συσσωρεύω, σωριάζω (όλο, πολύ).
    3. ρίχνω, πετώ•

    переметать все камни через забор πετώ όλες τις πέτρες έξω από τον περίβολο.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемтанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. ξανατρυπώνω•

    переметать блужку ξανατρυπώνω τη μπλούζα.

    2. ξαναστριφώνω, περιρράβω ξανά•

    переметать петлю περιρράβω ξανά την κουμπότρυπα.

    Большой русско-греческий словарь > переметать

  • 120 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

См. также в других словарях:

  • ЧЕРЕЗ — предлог с вин.. 1. Поперек чего н., с одной стороны на другую, с одного конца, края до другого. Мост через Москву реку. Перейти через улицу. Лента через плечо. Прыгнуть через препятствие. Ступить через порог. «Через Дон переправились на… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЧЕРЕЗ — или чрез, зап., южн. перез, пред. с вин. (перезать, малорос. опоясывать; скерас, литовск. поперечный). О предмете, вещи: поперек, снаружи или насквозь. Пройти через дорогу. Перелезть через забор. Пуля через эту доску не пройдет. Через стекло… …   Толковый словарь Даля

  • через — Чрез, сквозь; посредством, путем, помощью, при помощи; вследствие, от. Ср. после... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. через чрез, сквозь; посредством, путем, помощью, при… …   Словарь синонимов

  • через... — через... ЧЕРЕЗ..., прист. Образует прилагательные и существительные со знач. чередования чего н., напр. черезбороздый, черезрядный, череззерница (неполное завязывание семян у злаков; спец.). Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова.… …   Толковый словарь Ожегова

  • ЧЕРЕЗ — кого (что), предл. с вин. 1. Пересекая что н. с одной стороны на другую. Мост ч. реку. Прыгнуть ч. ручей. Портупея ч. плечо. 2. Над поверхностью чего н.; располагаясь, протягиваясь по чему н., по поверхности чего н. Перепрыгнуть ч. забор. Улица ч …   Толковый словарь Ожегова

  • через те, що — сполучник складний сполучник незмінювана словникова одиниця …   Орфографічний словник української мови

  • через — сквозь — [А.С.Гольдберг. Англо русский энергетический словарь. 2006 г.] Тематики энергетика в целом Синонимы сквозь EN throughthr …   Справочник технического переводчика

  • через — 1. Употребляется при обозначении пространства, места, поперек которого располагается что либо, через которое совершается движение. Перейти через улицу. Переправиться через реку. Мост через Днепр. Через всю комнату от угла до угла тянется веревка …   Словарь управления

  • через — I через I, предлог, чрез, поэт. (заимств. из цслав.), укр. через, блр. через, др. русск. черес (Смол. грам. 1229 г., В; см. Срезн. III, 1501), чересъ (Лаврентьевск. летоп. под 1096 г.), черосъ (Усп. сборн. ХII в.; согласно Шахматову (Очерк 153),… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • через — ▲ в направлении ↑ внутренний, часть, область (пространства) предлог+винительный падеж:, через что пересекая что л. (перескочить #). сквозь (пробираться # толпу). насквозь через путем образования отверстия. из конца в конец. из края в край. по… …   Идеографический словарь русского языка

  • через — прийм., зі знах. в. Сполучення з че/рез виражають: Просторові відношення: 1) Уживається на означення якогось простору, місця і т. ін., впоперек якого розміщується що небудь, по якому з одного боку на інший, з одного краю на інший відбувається дія …   Український тлумачний словник

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»