Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ходить+на+-е

  • 41 струнка

    стру́нк||а
    ж уменыи. ἡ μικρή χορδή, ἡ χορδίτσα· ◊ слабая \струнка ἡ εὐαίσθητη χορδή· вытянуться в \стрункау στέκομαι σέ στάση προσοχής· заставлять кого́-л. ходить по \стрункае κάνω κάποιον νά στέκεται σούζα μπροστά μου.

    Русско-новогреческий словарь > струнка

  • 42 сума

    сум||а
    ж ὁ ντορβάς, τό σακκί· ◊ ходить с \сумао́й разг ζητιανεύω (μέ ντορβά καί δεκανίκι)· \сума переметная ирон. ὁ ἄστατος στίς γνώμες του.

    Русско-новогреческий словарь > сума

  • 43 тень

    теи||ь
    ж
    1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:
    сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·
    2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:
    ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·
    3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:
    промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·
    4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:
    \теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > тень

  • 44 ходули

    ходу́л||и
    мн. (ед. ходу́ля ж) τά ξυλοπόδαρα, τά καλόβαθρα:
    ходить на \ходулиях περ(ι)πατώ μέ ξυλοπόδαρα.

    Русско-новогреческий словарь > ходули

  • 45 хожу

    хожу
    наст. вр. от ходить.

    Русско-новогреческий словарь > хожу

  • 46 червы

    черв||ы
    мн. карт. разг ἡ κούπα:
    ходить с \червыей παίζω κοῦπα

    Русско-новогреческий словарь > червы

  • 47 шагать

    шаг||ать
    несов βαδίζω, βηματίζω/ περπατώ (ходить):
    \шагать через что-л. δρασκελίζω (или ὑπερπηδώ) κάτι· \шагать в ногу со временем συμβαδίζω μέ τήν ἐποχή.

    Русско-новогреческий словарь > шагать

  • 48 школа

    школ||а
    ж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:
    начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > школа

  • 49 шляпа

    шляп||а
    ж
    1. τό καπέλλο:
    мужская \шляпа ἡ ρεμπούμπλικα· фетровая \шляпа τό βελούδινο καπέλλο· соломенная \шляпа τό ψάθινο καπέλλο, τό ψαθάκι· снять (надеть) \шляпау βγάζω (βάζω) τό καπέλλο μου· ходить в \шляпае φορώ καπέλλο· без \шляпаы χωρίς καπέλλο, ἀσκεπής·
    2. (о человеке) разг ὁ χαλβας, ὁ μάπας· ◊ дело в \шляпае ἡ δουλειά εἶναι τελειωμένη.

    Русско-новогреческий словарь > шляпа

  • 50 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 51 возбранять

    ρ.δ.
    βλ. возбранить.
    γ/ πρόσ. -ется απαγορεύεται•

    ходить по траве -ется απαγορεύεται το βάδισμα πάνω στη χλόη.

    Большой русско-греческий словарь > возбранять

  • 52 гоголь

    α.
    είδος πάπιας.
    εκφρ.
    ходить, выступатьκ.τ.τ. -ем βαδίζω καμαρωτά, σαν την πάπια

    Большой русско-греческий словарь > гоголь

  • 53 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 54 дорасти

    -расту, -стшь, παρλθ. χρ. дорос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доросший ρ.δ.
    1. μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως•

    дерево -лс до крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέγη του σπιτιού.

    2. φτάνω στην ηλικία•

    он ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματογράφο•

    они не -сли до философии (μτφ.) αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία.

    εκφρ.
    нос не -рос – (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > дорасти

  • 55 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 56 закаяться

    -каюсь, -каешься
    ρ.σ. δίνω το λόγο, υπόσχομαι, ορκίζομαι να μη•

    -лся я водку пить ορκίστηκα να μη ξαναπιώ βότκα•

    я -лся к ним ходить ορκίστηκα να μη ξαναπατήσω στο σπίτι τους.

    Большой русско-греческий словарь > закаяться

  • 57 занятость

    θ.
    απασχόληση•

    занятость мешает ему ходить часто в театр οι πολλές ασχολίες του τον εμποδίζουν να πηγαίνει συχνά στο θέατρο.

    Большой русско-греческий словарь > занятость

  • 58 канат

    -а. α. χοντρό σχοινί•

    морской канат κα-ραβόσχοινο, παλαμάρι, γούμενα•

    ходить по -у σχοινοβατώ•

    стальной канат συρματόσχοινο•

    пеньковый канат κανναβόσχοινο•

    якорный канат αγκυροδέτης.

    Большой русско-греческий словарь > канат

  • 59 кистень

    α. παλ. είόος μαστιγίου.
    εκφρ.
    гулить ή ходить -ем – ληστεύω, κάνω ληστείες.

    Большой русско-греческий словарь > кистень

  • 60 колесо

    ουδ.
    1. τροχός, ρόδα•

    колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•

    колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•

    ведущее колесо κινητήριος τροχός•

    зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•

    рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•

    гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•

    гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•

    колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.

    2. επίρ. -ом σαν τροχός•

    кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.

    εκφρ.
    колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•
    грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•
    ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•
    пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•
    на -ах – σε διαρκές ταξίδι•
    пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•
    вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•
    ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•
    ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο).

    Большой русско-греческий словарь > колесо

См. также в других словарях:

  • ходить — ходить …   Орфографический словарь-справочник

  • ХОДИТЬ — хожу, ходишь, несов. 1. Те же знач., что у глаг. итти в 1, 2, 4, 5 и 8 знач., но с той разницей, что итти обозначает движение в один прием и в одном направлении, а ходить движение, повторяющееся и совершающееся в разное время, в разных… …   Толковый словарь Ушакова

  • ХОДИТЬ — (идти, прош. вр. шел), хаживать, двигаться с места, ступая ногами. Кто то ходит по чердаку, шаги слышны. Не ходи по траве, иди по дорожке. Ребснок уж ходит, стал ходить. Куда ты ходил? где был. Скотина ходит в поле. Он не ходит, лежит, болен. Где …   Толковый словарь Даля

  • ходить — Ступать, шагать, шествовать, грясти, брести, двигаться, подвигаться, гулять, разгуливать, прогуливаться, прохаживаться; тащиться, тянуться, плестись, ползти, ковылять, семенить, слоняться, шататься, шляться, шлепать, маршировать. Он выступал без… …   Словарь синонимов

  • ХОДИТЬ — ХОДИТЬ, хожу, ходишь; несовер. 1. То же, что идти (в 1, 2, 3, 10, 15 и, при знач. бытийности, также в 14 знач.), но обозначает движение, совершающееся не в одно время, не за один приём или не в одном направлении. Х. по полю. Х. по магазинам. Х.… …   Толковый словарь Ожегова

  • ходить — ХОДИТЬ, хожу, ходишь; несов., по чему. Говорить на каком л. языке. Ты по каковски ходишь? По английски. Ср. уг. «ходить по фене, по музыке» говорить на воровском жаргоне …   Словарь русского арго

  • ХОДИТЬ — (идти) (То navigate, to sail) плавать на судне. X. на шпиле (То heave the capstan) вращать шпиль. Ходи на шпиле (Heave cheerily) приказание вращать шпиль. Ходи наверх приказание выйти на верхнюю палубу. Ходом приказание скорее тянуть что нибудь,… …   Морской словарь

  • ходить — глаг., нсв., употр. очень часто Морфология: я хожу, ты ходишь, он/она/оно ходит, мы ходим, вы ходите, они ходят, ходи, ходите, ходил, ходила, ходило, ходили, ходящий, ходивший, ходя; сущ., с. хождение 1. Когда о ребёнк …   Толковый словарь Дмитриева

  • ходить — хожу/ хо/дишь; нсв. см. тж. ходьба, ход, хождение 1) Обладать способностью, быть в состоянии двигаться, ступая ногами, делая шаги (о человеке, животном) Ребёнок начал ходи/ть в десять месяцев. Ваш сын уже ходит? …   Словарь многих выражений

  • ходить —   Ходенём ходить (идти, пойти; просторен.) трястись, сотрясаться.     И плотно так он треснулся на царство, что ходенём пошло трясинно государство. Крылов.     Под малыми утятами плот ходит ходенём. Некрасов.   Ходить на задних лапках перед кем… …   Фразеологический словарь русского языка

  • Ходить — I: 1) в ВЗ слово Х. употребляется только в прямом значении (Быт 17:1; Ис 40:31). В НЗ оно становится синонимом глагола жить (Ин 8:12; 2Кор 5:7; Флп 1:27; Кол 3:7); 2) поскольку Библия рассматривает всю человеч. жизнь как продвижение вперед в… …   Библейская энциклопедия Брокгауза

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»