-
1 туман
туман 1-а (туману) α.1. ομίχλη, καταχνιά, αντάρα•заволакиваться -ом σκεπάζομαι απο ομίχλη, ανταριάζω.
2. μτφ. θολούρα, θάμβος των ματιών. || μτφ. ασάφεια πνευματική, συσκότιση, θόλωμα• αοριστία, αβεβαιότητα•туман будущего αβεβαιότητα για το μέλλον.
εκφρ.туман в глазах у кого – έχει θολούρα, ασάφεια, δεν είναι οξυδερκής, δε βλέπει μακριά διανοητικά•туман в голове у кого – έχει θολούρα στο κεφάλι κάποιος• (как) в -е α) ασαφώς,αμυδρώς, θολά• ωχρά•помню как в -е – θυμούμαι αμυδρώς. β) στα τυφλά• αόριστα•напустить ή навести -у – θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω.туман 2κ. томан-а α.το τομάν, (παλαιό περσικό νόμισμα). -
2 туман
-
3 туман
η ομίχλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туман
-
4 туман
[τουμάν] οοσ. α ομίχλη -
5 туман
[τουμάν] οοσ. α ομίχλη -
6 туман
[τουμάν] ουσ α ομίχλη -
7 туман
[τουμάν] ουσ α ομίχλη -
8 туманить
туман||итьнесов1. σκεπάζω μέ ὁμίχλη, καταχνιάζω·2. перен θολώνω:слезы \туманитьят взор τά δάκρυα θολώνουν τό βλέμμα. -
9 туманиться
туман||иться1. σκεπάζομαι ἀπό ὁμίχλη·2. безл перен σκοτεινιάζω/ θολώνω (о глазах):голова \туманитьсяится ζαλίστηκα -
10 марево
маревос1. (мираж) ὁ ἀντικατοπτρι-σμός·2. (туман) ἡ ὁμίχλη, ἡ ἄχνα -
11 дымить
-млю, -мишьρ.δ.καπνίζω, βγάζω καπνό•печь -ит ο φούρνος καπνίζει.
|| ατμίζω, εξατμίζω, αχνίζω.1. καπνίζω, βγάζω καπνό.2. υψώνομαι κατά τολύπες• εκτείνομαι σαν στρώμα•туман -йтся над болотом πάνω από το βάλτο ξαπλώθηκε στρώμα ομίχλης.
-
12 застилать
ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) στρώνω, απλώνω, καλύπτω, σκεπάζω•застилать весь пол коврами στρώνω όλο το πάτωμα με χαλιά•
туча -ла солнце το σύννεφο σκέπαζε τον ήλιο•
дым -а.л небо ο καπνός σκέπαζε τον ουρανό•
туман -ал глаза η ομίχλη μου κάλυπτε την όραση•
слезы -ли глаза τα δάκρυα επισκότιζαν την όραση.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι•равнина -лась туманом η πεδιάδα σκεπάζονταν με ομίχλη.
-
13 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
14 найти
найти 1найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. βρίσκω•найти клад βρίσκω θησαυρό•
верное решение βρίσκω σωστή λύση•
найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•
найти убежище βρίσκω καταφύγιο•
его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•
найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•
найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.
|| ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.
2. θεωρώ, κρίνω•я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•
доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.
|| κάνω εντύπωση, φαίνομαι•а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.
εκφρ.найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.2. είμαι, υπάρχω, έχω•не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•
-тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.
3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.найти 2найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедшийρ.σ.1. προσκρούω, πέφτω επάνω•найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•
параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.
2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.3. καλύπτω, σκεπάζω•туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.
4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•-шла тоска μ' έπιασε θλίψη•
-шёл испуг μ έπιασε φόβος•
на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.
6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•-ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•
к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•
в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•
дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•
-шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.
|| επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•-шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.
|| υψώνομαι, σηκώνομαι•-шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•
-шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.
-
15 окутать
ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω, περικαλύπτω, κουκουλώνω•окутать ребнка κουκουλώνω το παιδάκι.
2. σκεπάζω, καλύπτω•туман -ал землю η ομίχλη σκέπασε τη γη.
εκφρ.окутанный тайной – καλυμμένος με μυστήριο.τυλίγομαι, κουκουλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
16 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας. -
17 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
18 расстилать
ρ.δ.βλ. разостлать.1. βλ. разостлаться.2. εκτείνομαι, απλώνομαι•, перед глазами -ются необозримые поля μπροστά μας εκτείνονταν απέραντες καλλιεργημένες εκτάσεις.3. στρώνομαι επικάθομαι•туман -ется по земяе ομίχλη επικάθεται στη γη.
4. μτφ. βλ. пресмыкаться (3 σημ.). -
19 растаять
-ато, -аешьρ.σ.1. λιώνω, τήκω•снег -ял το χιόνι έλιωσε•
воск -ял το κη-ρι έλιωσε.
2. σβήνω, χάνομαι•туман осел и понемногу -ял η ομίχλη κάθισε και λίγο-λίγο χάθηκε•
звук -ял ο ήχος έσβησε.
|| σκορπίζω, διαλύομαι•толпа -ла το πλήθος διαλύθηκε.
|| ξοδεύομαι, δαπανώμαι, αναλίσκομαι.3. μτφ.. κατασυγκινούμαι• φθίνω.4. μ. ρευστοποιώ• — лд, воск λιώνω τον πάγο, το κηρι. -
20 сесть
сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядьρ.σ.1. κάθομαι, καθίζω•-на стул κάθομαι στο κάθισμα•
сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•
все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•
сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•
сесть верхом κάθομαι καβάλα•
сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•
сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.
2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•
сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.
|| πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.
4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.
5. βασιλεύω•солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.
6. επικάθομαι•туман сел η ομίχλη κάθισε.
7. παθαίνω καθίζηση•фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.
8. συστέλλομαι, μαζεύω•рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.
9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•вода сла το νερό λιγόστεψε.
|| χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).
εκφρ.сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•- на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ТУМАН — муж. (тьма, темень) густой пар, водяные пары в низших слоях воздуха, на поверхности земли; омраченный парами воздух. Туман ложится по низам и по долинам. Туман стелется пеленою. Туман в глазах, я все вижу в тумане, мутно, темно, неясно, как в… … Толковый словарь Даля
ТУМАН — ТУМАН, масса мелких капель воды, зависающая непосредственно над земной поверхностью и являющаяся причиной плохой видимости. Легкий туман называется дымкой. По стандартному определению, видимость при дымке составляет 1 2 км. Дымка переходит в… … Научно-технический энциклопедический словарь
ТУМАН — 1. ТУМАН1, тумана, муж. (тюрк. tuman). 1. Непрозрачное состояние воздуха в нижних слоях атмосферы вследствие скопления в нем водяных паров. «Туман встает на дне стремнины.» А.К.Толстой. «Туман дымится над болотом.» Лермонтов. «Сквозь волнистые… … Толковый словарь Ушакова
ТУМАН — 1. ТУМАН1, тумана, муж. (тюрк. tuman). 1. Непрозрачное состояние воздуха в нижних слоях атмосферы вследствие скопления в нем водяных паров. «Туман встает на дне стремнины.» А.К.Толстой. «Туман дымится над болотом.» Лермонтов. «Сквозь волнистые… … Толковый словарь Ушакова
туман — Мгла, пары, облако, туча. См. туча... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. туман мгла, мга; пары, облако, туча; туманище, туманец, дымка, томан, хмарь, курево, смог, марь,… … Словарь синонимов
туман — туман: Скопление продуктов конденсации в виде капель или кристаллов, взвешенных в воздухе непосредственно над поверхностью земли, сопровождающееся значительным ухудшением видимости. [ГОСТ 22.0.03 97, статья 3.4.18] Источник … Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации
ТУМАН — (Fog) скопление микроскопических капелек воды (или ледяных иголочек), взвешенных в нижнем слое атмосферы (облака представляют собой такой же Т., но на большей или меньшей высоте над поверхностью земли). Образуется при охлаждении влажного воздуха… … Морской словарь
туман — 1. ТУМАН, а ( у); м. [тюрк. туман] 1. Скопление мелких водяных капелек или ледяных кристаллов в приземных слоях воздуха, делающее его непрозрачным. Сильный, редкий, густой т. Седой т. Пелена, дымка, мгла тумана. Т. над озером, над рекой. Идти в… … Энциклопедический словарь
Туман — счетно денежная единица Ирана. Туман иранская золотая и серебряная монета, содержит 10 риалов. См. также: Серебряные монеты Золотые монеты Счетно денежные единицы Финансовый словарь Финам … Финансовый словарь
ТУМАН — Туман. Давалось мальчикам, родившимся в туманную погоду. Сохранилось у крещеных татар в фамилиях Туманов, Туманин. Татарские, тюркские, мусульманские мужские имена. Словарь терминов … Словарь личных имен
туман — безумный (Белый); бледно белый (Белый); белесоватый (Гумилев, Чириков); беловатый (Арцыбашев); белый (Короленко); влажный (Бальмонт, Чюмина); волнистый (Пушкин, Фет); голубой (Башкин, Бунин, Лермонтов); душный (Цензор); желтый (Чулков);… … Словарь эпитетов