-
21 нагонять
нагонятьнесов1. (догонять) φτάνω, προφτάνω, καταφτάνω·2. (наверстывать) ἀναπληρώνω, κερδίζω·3. (вызывать, причинять) προξενώ, φέρνω:\нагонять тоску́ φέρνω ἀνία· \нагонять страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιο· \нагонять сон προκαλώ ὕπνο. -
22 охватить
охватитьсов, охватывать несов1. ἀγκαλιάζω, πιάνω·2. (о страхе, тоске и т. п.) καταλαμβάνω, κυριεύω, πιάνω:его охватил страх τόν ἔπιασε (или τόν κυρίευσε) φόβος· 3.· (взором, умом и т. п.) ἀγκαλιάζω·4. (вовлекать) разг συμπεριλαμβάνω·5. воен. ὑπεοφόλαγγίζω. -
23 панический
паническийприл:\панический страх ὁ πανικός. -
24 побороть
поборотьсов καταβάλλω, κατανικώ / ὑπερνικώ (трудности и т. п.):\побороть в себе страх κατανικώ τόν φόβο μέσα μου. -
25 подавлять
подавля||тьнесов1. (сопротивление и т. п.) καταστέλλω, καταπνίγω:\подавлять восстание καταστέλλω τήν ἐξέγερση· \подавлять артиллерийским огнем ἐξουδετερώνω μέ πυρά πυροβολικού·2. перен καταπνίγω, ὑπερνικώ:\подавлять боль καταπνίγω τόν πόνο· \подавлять страх ὑπερνικῶ τόν φόβο[ν]. -
26 приковать
приковатьсов, приковывать несов1. ἀλυσοδένω:прикованный Прометей ὁ Προμηθέας δεσμώτης·2. перен καθηλώνω, καρφώνω, προσηλώνω:наше внимание приковано к... ἡ προσοχή μας εἶναι προσηλωμένη σέ...· страх приковал его́ к месту ὁ φόβος τόν κάρφωσε στον τόπο· прикованный к постели κατάκοιτος, κλινήρης. -
27 риск
рискм ὁ κίνδυνος:с \риском для жизни μέ κίνδυνο τής ζωής (μου)· без всякого \риска χωρίς κανένα κίνδυνο, ἀκινδύνως идти на \риск ριψοκινδυνεύω· подвергаться \риску ἐκτίθεμαι σέ κίνδυνο· ◊ на свой страх и \риск παίρνοντας μόνος (μου) τήν εὐθύνη, ὑπ' εὐθύνη μου. -
28 трепетание
трепет||а́ниес I. прям-, перен τό τρεμούλιασμα, τό ρίγος/ тк. перен τό σκίρτημα· \трепетание восторга ρίγος ἐνθουσιασμού· радостный \трепетание τό σκίρτημα χαράς·2. (огня) ἀναλαμπή, τό τρεμόσβημα·3. (страх, ужас) τρόμος, δέος:внушать кому́-л. \трепетание προξενώ τρόμο σέ κάποιον. -
29 тупой
туп||ойприл1. (об остром предмете) ἀμβλύς, στομωμένος:, \тупой нож τό στομω-μένο μαχαίρι· \тупойая пила τό στομωμένο πριόνι·2. (о человеке) χοντροκέφαλος·3. (глуповатый, бессмысленный) χαζός, ἀνόητος:\тупой взгляд τό ἡλίθιο βλέμμα· \тупойая улыбка τό ἡλίθιο χαμόγελο·4. (о чувствах, переживаниях):\тупой страх ὁ ζωώδης φόβος· \тупойо́е отчаяние ἡ ἔσχατη ἀπελπισία· \тупойо́е упрямство τό ἀνόητο πείσμα· ◊ \тупой угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \тупойые носы (об обуви) ἡ πλατειά μύτη. -
30 бессознательный
επ., βρ: -лен, -льна, -но1. αναίσθητος•-ое состояние κατάσταση αναισθησίας.
2. ασυνείδητος (ακούσιος)•бессознательный страх ασυνείδητος (ανεξήγητος) φόβος.
-
31 внушить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шенный, βρ: -шен, -шена, -шено, ρ.σ.μ.εμπνέω, εμφυσώ, εμβάλλω• προκαλώ•внушить страх εμπνέω φόβο•
внушить любовь к добру εμπνέω την αγάπη για ευεργεσία•
внушить отврашение εμπνέω την απέχθεια•
внушить мораль ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω.
-
32 забрать
забрать 1-беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).2. παίρνω•взять с собой παίρνω μαζί μου.
3. αφαιρώ, αρπάζω•за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.
|| συλλαμβάνω•его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.
4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•
его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•
ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.
5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•
забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.
6. αποκλίνω, κόβω•-вправо κόβω δεξιά.
7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•якорь -ал η άγκυρα έπιασε.
εκφρ.забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.забрать 2(γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω. -
33 задать
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)1. δίνω• βάζω•задать работу δίνω δουλειά•
задать задачу δίνω πρόβλημα•
задать вопрос βάζω ερώτηση•
-уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•
задать бал δίνω χορό•
задать страх ενσπείρω το φόβο•
задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•
задать загадку βάζω αίνιγμα.
|| τιμωρώ•я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.
2. δίνω τροφή στα ζώα•овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.
εκφρ.задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.
2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.3. στέργω, ευδοκώ. -
34 как
επίρ., μόριο κ. σύνδ.I.επίρ.1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•
как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•
как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.
2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•
как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.
3. πόσο, τι, πάρα πολύ•как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•
как он глуп! τι ανόητος!•
ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•
как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•
он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•
отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.
4. όταν, πότε.5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.II.μόριο1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.III.(σύνδεσμος υποτακτικός).1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•
белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•
как прежде όπως πριν.
|| - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•в то время как στο μεταξύ•
как только ευθύς μόλις;•
перед тем как λίγο πριν να•
задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•
всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•
с тех поркак αφότου, από τότε που
4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.
|| (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.
|| πως ότι•они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.
εκφρ.как бы не – πως να μην•как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•как есть – απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•как можно – όσο το δυνατό•как бы не так! – πως όχι!•как нельзя – όσο δεν παίρνει•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•как скоро – παλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•как известно – όπως είναι γνωστό•как же так? – πως λοιπόν;•как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. -
35 леденящий
επ. από μτχ.παγερός, κρύος, ψυχρός•леденящий ветер παγερός άνεμος.
|| μτφ. τρομερός, συγκλονιστικός•леденящий ужас ρίγος φρίκης•
леденящий страх ρίγος φόβου.
-
36 нагнать
-гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, εξισώνομαι.2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.
3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•
ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.
4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•
нагнать тоску προξενώ θλίψη•
нагнать сон προκαλώ ύπνο.
5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.
6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.
εκφρ.нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή. -
37 наказание
-я ουδ.τιμωρία, ποινή, κολασμός•телсное наказание σωματική τιμωρία•
высшая мера -я η εσχάτη των ποινών•
подвергнуть -го υποβάλλω σε τιμωρία•
в наказание για τιμωρία•
исправительное наказание επανορθωτική ποινή•
увеличение -я επαύξηση της ποινής•
смягчение -я μετρίαση της ποινής•
налагать наказание επιβάλλω ποινή•
уложение о -ях ποινικός κώδικας•
страх -я ο φόβος της τιμωρίας•
что за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη!
-
38 обнять
обниму, обнимешь κ. обойму, обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обниму, обнимешь, παρλθ. χρ. обнял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.1. αγκαλιάζω•обнять друга αγκαλιάζω το φίλο•
он обнял е и поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε•
крепко обнять σφιχταγκαλιάζω.
|| περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.).2. μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). || κατέχω, κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)•страх обнял всех щшсуствующих φόβος κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους.
3. μτφ. περιλαβαίνω, εναγκαλιάζω.εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζομαι. -
39 обуять
-яетρ.σ.μ.(αισθήματα, κατάσταση)• κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω κατέχω•страх -ял жителей φόβος κυρίεψε τους κατοίκους.
-
40 отбросить
-бшу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•отбросить камни от дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο.
|| αναμερίζω, παραμερίζω. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω•отбросить сомнения βγάζω τις αμφιβολίες•
отбросить страх αποβάλλω το φόβο.
2. αποκρούω, απωθώ (επιτιθέμενο)..3. μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)• ρίχνω•отбросить тень ρίχνω σκιά.
См. также в других словарях:
страх — 1, а и у … Русский орфографический словарь
страх — Страх … Словарь синонимов русского языка
страх — страх/ … Морфемно-орфографический словарь
СТРАХ — один из основных видов человеческого отношения к миру. Изучение С. играет важную роль в психологии, философии, теологии. Религия, отмечает П.А. Флоренский, есть прежде всего С. Божий, и кто хочет проникнуть в святилище религии, должен научиться… … Философская энциклопедия
Страх — Страх ♦ Angoisse Смутная и неопределенная боязнь, не имеющая реального или актуального предмета, но от этого только усиливающаяся. В отсутствие реальной опасности, с которой можно бороться или от которой можно убежать, страх принимает… … Философский словарь Спонвиля
СТРАХ — муж. страсть, боязнь, робость, сильное опасенье, тревожное состоянье души от испуга, от грозящего или воображаемого бедствия. Страх обуяет, и растеряешься. Со страху, со страстей поджилки дрожат, ноги подкосились. | * Страх на тараканьих ножках… … Толковый словарь Даля
СТРАХ — Мы молоды, как наши надежды, и стары, как наши страхи. Вера Пейффер Если хочешь ничего не бояться, помни, что бояться можно всего. Сенека Тревога это проценты, которые мы авансом платим нашим неприятностям. Уильям Индж Мы надеемся приблизительно … Сводная энциклопедия афоризмов
страх — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? страха и страху, чему? страху, (вижу) что? страх, чем? страхом, о чём? о страхе; мн. что? страхи, (нет) чего? страхов, чему? страхам, (вижу) что? страхи, чем? страхами, о чём? о страхах 1.… … Толковый словарь Дмитриева
страх — эмоция, возникающая в ситуациях угрозы биологическому или социальному существованию индивида и направленная на источник действительной или воображаемой опасности. В отличие от боли и других видов страдания, вызываемых реальным действием опасных… … Большая психологическая энциклопедия
СТРАХ — СТРАХ, а ( у), муж. 1. Очень сильный испуг, сильная боязнь. Задрожать от страха (со страху). Навести с. на кого н. Нагнать страху (напугать; разг.). Держать кого н. в страхе (в полном повиновении и постоянной боязни). Под страхом чего н. (под… … Толковый словарь Ожегова
страх — См. боязнь, очень быть в страхе, застыть от страха, набраться страху, наводить страх, нагонять страх, обмереть от страху, онеметь от страха, привести в страх, принять на риск и страх, принять на свой страх... Словарь русских синонимов и сходных… … Словарь синонимов