Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

совсем

  • 41 история

    θ.
    ιστορία•

    история Древней Греции ιστορία της αρχαίας ιΕλλάδας•

    законы -и οι νόμοι της ιστορίας•

    диалектика -и η διαλεκτική της ιστορίας•

    всемирная история παγκόσμια ιστορία•

    древняя история αρχαία ιστορία•

    новейшая история ιστορία των νεωτέρων χρόνων•

    история средних веков ιστορία του μεσαίωνα.

    || συμβάν, γεγονός•

    печальная история θλιβερή ιστορία.

    || αφήγηση, εξιστόρηση•

    история моего детства ιστορία της ποδικής μου ηλικίας.

    εκφρ.
    история болезни – το ιστορικό της ασθένειας•
    вечная (обычная: - – η ίδια (συνηθισμένη) ιστορία•
    совсем другая история – εντελώς διαφορετική υπόθεση (άλλο πράγμα)•
    история с географией – (αστ.) εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα•
    войти в -ю – μπαίνω στην ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > история

  • 42 исхлестать

    -ещу, -щешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхлёстанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταμαστιγώνω, φραγγελώνω, καμουτσικίζω.
    2. φθείρω, σώνω μαστιγώνοντας•

    кучер -ал совсем кнут об лошадей μαστιγώνοντας τα άλογα, ο αμαξάς ξέφτισε το μαστίγιο.

    ξεφτίζω, φθείρομαι από το μαστίγωμα.

    Большой русско-греческий словарь > исхлестать

  • 43 мертво

    κ. мертво
    1. επίρ. νεκρικά.
    2. ως κατηγ. είναι νέκρα•

    после полуночи в переулке совсем мертво μετά τα μεσάνυχτα στην πάροδο είναι τελείως νέκρα (καμιά κίνηση).

    βλ. мертвецки:
    εκφρ.
    мертво пьян (пьяный)βλ. στη λ. мертвецки.

    Большой русско-греческий словарь > мертво

  • 44 накануне

    επίρ. κ. πρόθ.
    την παραμονή την προηγούμενη, την προτεραία•

    накануне праздника την; παραμονή της γιορτής•

    накануне он был совсем здоров την προηγούμενη (μέρα) αυτός ήταν υγιέστατος.

    || στα πρόθυρα, κοντά, πλησίον.

    Большой русско-греческий словарь > накануне

  • 45 немного

    επίρ.
    λίγο•

    голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•

    выпить немного воды πίνω λίγο νερό•

    немного людей λίγος κόσμος•

    у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•

    ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•

    немного спустя λίγο μετά•

    совсем немного εντελώς λίγο•

    немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.

    Большой русско-греческий словарь > немного

  • 46 нестоящий

    -ая, -ее
    επ.
    που δεν αξίζει, ασήμαντος, τιποτένιος άχρηστος•

    дело совсем -ее υπόθεση εντελώς ασήμαντη•

    нестоящий человек τιποτένιος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > нестоящий

  • 47 одинокий

    επ. -ок, -а, -о.
    1. (απο)μονωμένος, ξεμοναχιασμένος•

    -ое дерево μεμονωμένο δέντρο•

    -ая жизнь μοναχική (κατά μάνας) ζωή•

    -ая старость μοναχικά γεράματα.

    2. μόνος,μοναχός (χωρίς γονείς, συγγενείς)• έρημος•

    со-всм одинокий εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος•

    я остился совсем одинокий έμεινα μόνος κι έρημος ή σαν την καλαμιά στον κάμπο..

    ως ουσ. εργένης, μπεκιάρης. || ακοινώνητος, απομονωμένος, μονήρης.
    3. παλ. μοναχικός, για έναν•

    -ая комната μοναχικό δωμάτιο.

    Большой русско-греческий словарь > одинокий

  • 48 ослабеть

    ρ.σ.
    1. εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ•

    дочь не кушает, она совсем -ла η κόρη δεν τρώγει, αυτή τελείως (πάρα πολύ) αδυνάτισε•

    моя память -ла η μνήμη μου εξασθένησε.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω•

    ветер -л ο άνεμος αδυνάτισε (ξέπεσε).

    || γίνομαι λιγότερο αυστηρός, -σκληρός, -δριμύς.
    3. ξεσφίγγω, -ομαι, χαλαρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ослабеть

  • 49 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 50 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 51 подчинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчинённый, βρ: -нён, -нена, -но.
    1. υποτάσσω, κατακτώ•

    подчинить совсем καθυποτάσσω.

    2. θέτω, βάζω, υπάγω κάτω από την εξουσία μου εξαρτώ•

    подчинить свои действия голосу рассудка υποτάσσω τις ενέργειες μου στη φωνή του λογικού•

    закону υποτάσσω στο νόμο•

    подчинить своему влиянию кого-Η.

    επηρεάζω κάποιον.
    3. (γραμμ.) εξαρτώ•

    одному главному предложению могут быть подчинены несколько придаточных σε μια κύρια πρόταση μπορεί να υποταχτούν κάμποσες δευτερεύουσες.

    υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подчинить

  • 52 разболеться

    ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ•

    я совсем -лся αρρώστησα βαριά.

    -йтся
    ρ.σ.
    πονά (για μέλος του σώματος)•

    от слез голова -лась από τα δάκρυα μου πόνεσε το κεφάλι•

    у брата -лись зубы τον αδερφό μου τον πόνεσαν τα δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > разболеться

  • 53 раздетый

    επ. από μτχ.
    γδυτός•

    совсем γυμνός.

    || ημίγυμνος, μισοντυμένος, κακοντυμένος.

    Большой русско-греческий словарь > раздетый

  • 54 раззнакомить

    ρ.σ.μ. χαλώ (κόβω) τις σχέσεις, χωρίζω•

    раззнакомить друзей сплетнями χαλώ τις σχέσεις των φίλων με τα κουτσομπολιά.

    παύω να έχω γνωριμία, κόβω σχέσεις•

    он с ним совсем -лся αυτός έκοψε εντελώς σχέσεις μ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > раззнакомить

  • 55 разладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•

    разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•

    разладить машину χαλνώ τη μηχανή•

    совсем στίαραλιάζω.

    2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    разладить дело χαλνώ την υπόθεση•

    разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.

    3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).
    1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•

    станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.

    2. χαλαρώνω•

    отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•

    дело -лось η υπόθεση χάλασε.

    3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разладить

  • 56 раскиснуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. раскис, -ла, -ло.
    1. φουσκώνω (για ζυμάρι).
    2. διογκώνομαι, φουσκώνω (από υγρασία). || λασπώνω•

    от дождя дороги -сли από τη βροχή οι δρόμοι λάσπωσαν.

    3. μτφ. σβήνω, ξεθυμαίνω, χαλαρώνω, γίνομαι αδιάφορος. || αποκάμνω, καταπονούμαι, απαυδώ•

    совсем я -ис от жары απηύδησα εντελώς απ αυτή τη ζέστη.

    || συγκινούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > раскиснуть

  • 57 расслабить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. расслабленный βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• εξαντλώ•

    болезнь меня совсем -ла η αρρώστια με εξάντλησε τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > расслабить

  • 58 расшатать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшатанный βρ: -тан, -а, -о.
    1. κλονίζω, διασείω, διασαλεύω• κουνώ• — столб κουνώτο στύλο•

    расшатать зуб κουνώ το δόντι.

    2. μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• χαλαρώνω•

    расшатать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•

    расшатать дисциплину κλονίζω την πειθαρχία•

    расшатать здоровье κλονίζω την υγεία.

    1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, διασείομαι, διασαλεύομαι•

    зуб расшататьлся το δόντι κουνήθηκε.

    2. μτφ. χαλαρώνω, εκπίπτω• αδυνατίζω,εξασθενίζομαι•

    хозяйство -лось η οικονομία ξέπεσε•

    дисциплина -лась η πειθαρχία χαλάρωσε•

    здоровье -лось η υγεία κλονίστηκε•

    нервы -лись τα νεύρα κλονίστηκαν•

    совсем расшатать ξεχαρβαλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшатать

  • 59 свежий

    επ., βρ: свеж, -а, -о.
    1. φρέσκος, νωπός•

    -ее мясо φρέσκο κρέας•

    -ее масло το φρέσκο βούτυρο•

    -ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•

    -ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.

    || αχρησιμοποίητος•

    -ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•

    запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.

    || καθαρός•

    выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.

    || μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•

    я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.

    2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•

    ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.

    || νεαρός, τρυφερός•

    -ая листва φρέσκο φύλλωμα.

    || μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.
    3. γερός, με ευεξία.
    4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•

    след φρέσκο ίχνος•

    -ая могила φρέσκος τάφος•

    свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•

    -ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.

    || καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος.

    Большой русско-греческий словарь > свежий

  • 60 слепой

    επ., βρ: слеп, -а, -о.
    1. τυφλός, αόμματος•

    слепой старик τυφλός γέρος•

    совсем слепой τελείως τυφλός.

    2. μτφ. άκριτος, παράλογος. -ое повиновение τυφλή υποταγή•

    -ое подражание δουλική απομίμηση.)| ουσ. ο τυφλός..

    3. κουτουτσικος, λειψός• (απο)κο ιμισμένος.
    4. τυχαίος•

    слепой случай τυχαία σύμπτωση,

    5. δυσδιάκριτος, ασαφής• δυσανάγνωστος•

    -ые буквы δυσανάγνωστα γράμματα•

    -ая печать δυσδιάκριτη σφραγίδα.

    6. που δεν έχει, έξοδο•

    -ая пещера τυφλή σπηλιά.

    || χωρίς παράθυρα•

    слепой этаж όροφος χωρίς παράθυρα.

    εκφρ.
    довдь – ήλιος και βροχή•
    - ая кишка – το τυφλό έντερο.

    Большой русско-греческий словарь > слепой

См. также в других словарях:

  • совсем не... — совсем не …   Орфографический словарь-справочник

  • совсем — • совсем бедный • совсем безграмотный • совсем белый • совсем беспечный • совсем беспомощный • совсем бледный • совсем выздороветь • совсем глупый • совсем глухой • совсем забыть • совсем закончить • совсем здоровый • совсем изменить • совсем… …   Словарь русской идиоматики

  • СОВСЕМ — нареч. конец делу, готово, кончено. | Вовсе, сполна. Коли совсем, так молись Богу, да весла на воду! Мы совсем или уж совсем собрались, а вы как? Совсем, только голову приставить! шуточн. Совсем Максим, и шапка с ним! Совсем готово только хомут… …   Толковый словарь Даля

  • СОВСЕМ — СОВСЕМ, нареч. 1. Совершенно, вполне. Совсем новый. Совсем готов к отъезду. «На тебе (роще) не видно ни листка, и мерзнешь ты совсем нагая.» Крылов. «Запел, да только лишь совсем особым складом.» Крылов. «Я не совсем еще рассудок потерял от рифм… …   Толковый словарь Ушакова

  • совсем — См. вовсе, совершенно... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. совсем совершенно, вов …   Словарь синонимов

  • совсем — совсем, нареч. (совсем не понял, но местоим. со всем: со всем семейством) …   Орфографический словарь-справочник

  • совсем —     СОВСЕМ, абсолютно, вовсе, нимало, нисколько, ничуть, отнюдь, положительно, решительно, совершенно …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • СОВСЕМ — СОВСЕМ, нареч. 1. Совершенно, вполне. С. новое решение. С. готов. Не с. здоров. Не с. вас понял. 2. перед отриц. Ни в какой степени, нисколько (разг.). С. не смешно. Сказал с. не в насмешку. Ты шутишь? С. нет. Толковый словарь Ожегова. С.И.… …   Толковый словарь Ожегова

  • совсем не — См …   Словарь синонимов

  • совсем — нар., употр. наиб. часто 1. Слово совсем указывает на то, что характеристика, свойство какого либо состояния, действия, явления и т. п., выражается, проявляется в полной степени. Совсем новая вещь. | Совсем темно. | На улице совсем весна. |… …   Толковый словарь Дмитриева

  • совсем — нареч. Совсем готов. Совсем здоров. Ср. предлог с местоим. со всем: Я согласен со всем сказанным …   Орфографический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»