Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

прыгать

  • 1 прыгать

    прыгать
    несов, прыгнуть сов
    1. πηδώ, ἀναπηδώ, σαλτάρω· 2.:
    \прыгать от ра́дости πετώ, χοροπηδώ ἀπ' τή χαρά μου.

    Русско-новогреческий словарь > прыгать

  • 2 прыгать

    ρ.δ.
    1. πηδώ•

    прыгать с парашютом πηδώ με το αλεξίπτωτο•

    прыгать на одной ноге πηδώ με το ένα πόδι.

    || αναπηδώ•

    мяч -ет το τόπι αναπηδά.

    2. μτφ. ανασκιρτώ•

    -ло сердце ανασκιρτούσε η καρδιά•

    прыгать от радости ανασκιρτώ (πηδώ, χορεύω, πετώ) από τη χαρά.

    || πάλλω, τρέμω, παίζω.

    Большой русско-греческий словарь > прыгать

  • 3 прыгать

    1. прыгать с \прыгатьом πηδώ με το αλεξίπτωτο 2. прыгать, прыгнуть πηδώ (тж. спорт.)
    * * *
    = прыгнуть
    πηδώ (тж. спорт.)

    Русско-греческий словарь > прыгать

  • 4 прыгать

    [πρύγκατ*] ρ. πηδώ

    Русско-греческий новый словарь > прыгать

  • 5 прыгать

    [πρύγκατ'] ρ πηδώ

    Русско-эллинский словарь > прыгать

  • 6 прыгнуть

    Русско-греческий словарь > прыгнуть

  • 7 ножка

    ножк||а
    ж
    1. уменыи. τό ποδαράκι:
    прыгать на одной \ножкае πηδῶ στό ἕνα πόδι, παίζω κουτσό, παίζω τόν καλόγερο·
    2. (какого-л. предмета) τό σκέλος, τό ποδάρι, τό πόδι:
    \ножка циркуля τό σκέλος ТОО διαβήτη·
    3. зоол., бот. τό πόδι, τό στέλεχος, ὁ μίσχος:
    \ножка гриба ὁ μίσχος τοῦ μανιταριοῦ· ◊ подставлять \ножкау кому-л. βάζω κάποιου τρικλοποδιά.

    Русско-новогреческий словарь > ножка

  • 8 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 9 попрыгать

    ρ.σ.
    βλ. прыгать με σημ. λίγο. || πηδώ (για πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > попрыгать

  • 10 попрыгивать

    ρ.δ.
    βλ. прыгать με σημ. ενίοτε.

    Большой русско-греческий словарь > попрыгивать

  • 11 прыг

    επιφ. με σημ. κατηγ. (χρησιμοποιείται αντί του ρ. прыгать – прыгнуть).

    Большой русско-греческий словарь > прыг

  • 12 радость

    θ.
    χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•

    большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•

    он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•

    прыгать от -и πηδώ από χαρά•

    какая -! τι χαρά!•

    шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.

    εκφρ.
    на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•
    не в радость – είμαι άχαρος•
    жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > радость

  • 13 разбег

    α.
    φόρα, ορμή•

    прыгать с -а (разбегу) πηδώ με φόρα.

    Большой русско-греческий словарь > разбег

  • 14 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 15 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

См. также в других словарях:

  • ПРЫГАТЬ — ПРЫГАТЬ, прыгнуть, прыгавать, скакать, прядать; подпрыгивать; вспрыгивать; перепрыгивать. Мальчик прыгает от радости. Мы прыгали вчера, плясали, танцевали. Прыгай на подоконник! Прыгай с окна на двор! Прыгнешь ли через канаву? Прыгать на одной… …   Толковый словарь Даля

  • ПРЫГАТЬ — ПРЫГАТЬ, прыгаю, прыгаешь, несовер. (к прыгнуть). 1. Делать прыжки или прыжок. Прыгать через веревочку. Прыгать с высоты. «Другая б на моем месте прыгала от радости.» А.Островский. «И Терек прыгает, как львица с косматой гривой на челе.»… …   Толковый словарь Ушакова

  • прыгать — Прянуть, скакать, сигать (сигануть). Ср …   Словарь синонимов

  • ПРЫГАТЬ —     ♥ Прыгать в высоту добьетесь высокого положения в обществе. Прыгать в длину вам предстоят деловые поездки, которые принесут вам успех. Прыгать для собственного удовольствия сон обещает развлечения в веселой компании.     ↑ Представьте, что вы …   Большой семейный сонник

  • ПРЫГАТЬ — ПРЫГАТЬ, аю, аешь; несовер. 1. Делать прыжок, прыжки. Высоко п. Выше головы не прыгнешь (перен.: нельзя сделать что н. сверх своих возможностей; разг.). П. от одной темы к другой (перен.: быстро менять предмет речи, разговора; разг.). Глаза… …   Толковый словарь Ожегова

  • прыгать — подскакивать — [http://slovarionline.ru/anglo russkiy slovar neftegazovoy promyishlennosti/] Тематики нефтегазовая промышленность Синонимы подскакивать EN spring …   Справочник технического переводчика

  • прыгать — глаг., нсв., употр. часто Морфология: я прыгаю, ты прыгаешь, он/она/оно прыгает, мы прыгаем, вы прыгаете, они прыгают, прыгай, прыгайте, прыгал, прыгала, прыгало, прыгали, прыгающий, прыгавший, прыгая; св. прыгнуть; сущ …   Толковый словарь Дмитриева

  • прыгать — Общеславянское – pryg. В древнерусских и старославянских памятниках литературы глагол «прыгать» обнаружен не был. Это слово является только русским, т.к. в других славянских языках для обозначения стремительного отталкивания ногами от опоры… …   Этимологический словарь русского языка Семенова

  • прыгать на хвост — цепляться на хвост, падать на хвост, навязываться, сесть на хвост Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • прыгать — аю, прыжок, род. п. жка. Связано чередованием гласных с сербск. цслав. испръгнѫти выступить, выпрыгнуть (Мi. ЕW 241, 265). Родственно лит. sprùkti, sprùkstu выскочить, улизнуть, ускользнуть , лтш. spruga зажим , sprūkt, sprùku ускользнуть,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Прыгать — несов. неперех. 1. Делать прыжок, прыжки; передвигаться прыжками. отт. Заниматься прыжками как спортивным упражнением. отт. Бросаться, кидаться вниз прыжком. 2. разг. Танцевать подпрыгивая, скача. отт. перен. Суетиться, стараясь угодить;… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»