Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

произведения

  • 21 часть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μέρος (του όλου), τμήμα•

    часть долга μέρος του χρέους•

    часть здания τμήμα του κτιρίου.

    2. μέλος•

    часть тела μέλος του σώματος.

    3. το μερίδιο, το μερτικό•

    я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.

    4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•

    сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•

    часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.

    5. η πλευρά•

    художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.

    6. μέρος(υποδιαίρεση)•

    роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.

    7. τμήμα, τομέας•

    часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•

    учебная часть διδακτικός τομέας•

    хозяйственная часть οικονομικός τομέας.

    8. (στρατ.) τμήμα•

    пехотныечастьи τμήματα πεζικού.

    9. τμήμα πόλης.
    10. αστυνομικό τμήμα.
    11. παλ. η τύχη.
    εκφρ.
    в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•
    почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•
    львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•
    часть благую часть избратьπαλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•
    разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•
    рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > часть

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»