-
1 тосковать
-
2 измена
измена ж η προδοσία* η απάτη (супружеская) \измена родине η έσχατη προδοσία* * *жη προδοσία; η απάτη ( супружеская)изме́на ро́дине — η έσχατη προδοσία
-
3 к
к (ко ) 1) (о направлении) σε, για προς иди ко мне! έλα σ'εμένα! подойдём к ним (ας) πάμε κοντά τους 2) (о времени) κατά, προς; приходите к пяти часам ελάτε κατά τις πέντε; κ вечеру κατά το βράδυ 3) (по отношению к) προς, για любовь к родине η αγάπη προς την πατρίδα* * *= ко1) ( о направлении) σε, για; προςиди́ ко мне! — έλα σ'εμένα!
2) ( о времени) κατά, προςприходи́те к пяти́ часа́м — ελάτε κατά τις πέντε
к ве́черу — κατά το βράδυ
3) ( по отношению к) προς, γιαлюбо́вь к ро́дине — η αγάπη προς την πατρίδα
-
4 любовь
любовь ж η αγάπη, ο έρωτας* материнская \любовь η στοργή· \любовь κ родине η αγάπη για την πατρίδα* * *жη αγάπη, ο έρωταςматери́нская любо́вь — η στοργή
любо́вь к ро́дине — η αγάπη για την πατρίδα
-
5 тоска
тоска ж 1) η μελαγχολία, η βαρυθυμία; \тоска по родине η νοσταλγία (της πατρίδας) 2) (скука) η ανία, η πλήξη* * *ж1) η μελαγχολία, η βαρυθυμίαтоска́ по ро́дине — η νοσταλγία (της πατρίδας)
2) ( скука) η ανία, η πλήξη -
6 затосковать
затосковатьсов μέ πιάνει νοσταλγία, μέ πιάνει ἐπιθυμία/ μέ πιάνει θλίψη (загрустить):\затосковать по родине νοσταλγώ τήν πατρίδα. -
7 истосковаться
истосковатьсясов λυώνω ἀπό τή[ν] στενοχώρια:\истосковаться по ком-л. ἀποθυμῶ κάποιον \истосковаться по родине μέ τρώει ἡ νοσταλγία τής πατρίδας μου. -
8 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
9 скучать
скучатьнесов1. ἀνιω> πληττω.2. (по (по родине) ^^^ Ь™Ь)№1 νοσταλγώ -
10 служить
служ||и́тьнесов1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:\служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):\служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:\служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·5. (выполнять свое назначение):пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος; -
11 верность
-и θ.1. πίστη, σιγουριά, αλήθεια, ακρίβεια.2. αφοσίωση, αγάπη•верность родине πίστη στην πατρίδα•
верность присяге πίστη στον όρκο.
-
12 жить
живу, живешь; παρλθ. χρ. жил-ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);επιρ. μτχ. живяκ. (απλ.) живучиρ.δ.1. ζω, βιώ•я живу только для вас ζω μόνο για σας•
цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•
мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.
2. κατοικώ, διαμένω, μένω•он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•
отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.
3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.
4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•он вивет богато αυτός ζει πλούσια•
жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•
жить зажиточно ευπορώ•
жить барином ζω αρχοντικά•
жить честно ζω τίμια•
жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.
5. συζώ, συμβιώ.6. έχω ερωτικές σχέσεις•она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.
εκφρ.мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•жить надеждой – ζω με την ελπίδα•жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.ζω, διαβιώ (για συνθήκες). -
13 измена
-ы θ.1. προδοσία•измена родине προδοσία της πατρίδας•
совершить -у διαπράττω προδοσία.
2. απάτη (συζυγικής πίστης,αγάπης)•супружеская измена συζυγική απιστία.
-
14 изменить
изменить 1-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•
изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•
изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•
проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•погода -лясь ο καιρός άλλαξε•
изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.
изменить 2-еню, -нишьρ.σ. (με δοτ.).1. προδίνω•он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.
2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•
изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•
изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.
|| απατώ, απιστώ•муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.
3. εγκαταλείπω•помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•
силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
εκφρ.изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα. -
15 истосковаться
-куюсь, -куешьсяρ.σ. θλίβομαι, λυπούμαι, βαρυθυμώ• νοσταλγώ•истосковаться по родине νοσταλγώ την πατρίδα•
истосковаться по родным местам νοσταλγώ τη γενέτειρα.
-
16 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
17 по
πρόθ.I.με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•
ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•
по краям дороги στις άκρες του δρόμου.
|| εναντίον, κατά•стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.
|| μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.
|| (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.
2. (για διεύθυνση)• κατά•идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•
идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.
|| επί, σύμφωνα• με•идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.
3. κατά, σύμφωνα με•уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•
по образцу κατά το παράδειγμα•
по силам κατά τις δυνάμεις•
уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•
разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•
по моде κατά τη μόδα•
по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.
|| με, απο, εκ, εξ•он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.
|| απο, εκ•судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•
знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.
|| κατά, ως προς•добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•
учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.
|| (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•брат по матери ομομήτριος αδερφός•
брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•
родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.
4. με, απο, διά•отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•
говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•
передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•
ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.
5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•по недосмотру από απροσεξία•
отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•
ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•
по привычке από συνήθεια.
6. για, δια, προς, με σκοπό•отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.
|| επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.
7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•
по праздникам (κατά) τις γιορτές•
заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•
цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•
приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•
по десятому году στο δέκατο χρόνο.
8. από•по стаканчику από ένα ποτηράκι•
по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•
по одному από ένα (στον καθένα)•
по разу από μια φορά (ο καθένας).
|| για•тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•
тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.
II.με αιτ.1. ως, έως, μέχρι•по колено ως το γόνα•
войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•
сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.
|| ως και, μέχρι και•прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•
с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•
по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•
по сегодня ως τα σήμερα.
2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•по левую руку από το αριστερό χέρι.
3. για•ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•
сходить по воду πηγαίνω για νερό.
III.με προθετική•1. μετά, ύστερα, έπειτα από•с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.
2. για•скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.
3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.εκφρ.по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν. -
18 служить
слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащийρ.δ.1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•служить родине υπηρετώ την πατρίδα•
служить народу υπηρετώ το λαό.
|| αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•
служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).
5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•
служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.
7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.). -
19 тоска
-и θ. θλίψη, μελαγχολία. || βαρυθυμία, -μιά, βαριοθυμιά. || καημός• μεράκι.εκφρ.тоска по родине – νοσταλγία για την πατρίδα. -
20 тосковать
-кую -куешьρ.δ.1. θλίβομαι, μελαγχολώ. || βαρυθυμώ, βαριοθυμώ• δυσθυμώ φοβερά. || πλήττω, ανιώ πολύ. || νοσταλγώ-αποθυμώ έχω μεγάλο καημό•тосковать по родине νοσταλγώ την πατρίδα•
тосковать по друзьям αποθυμώ τους φίλους.
2. (παλ. κ. διαλκ.)• πονώ•тосковать спина -кует η ράχη μου πονά.
См. также в других словарях:
Орден «За службу Родине в вооружённых силах» (ПМР) — Орден «За службу Родине в вооружённых силах Приднестровской Молдавской Республики» I степени [[Файл:| ]] II степени … Википедия
Орден «За службу Родине в вооружённых силах» (ПМР) — Карточка награды Название = Орден «За службу Родине в вооружённых силах Приднестровской Молдавской Республики» Изображение: ИзображениеЛента = Изображение2ст: ИзображениеЛента2ст = Изображение3ст: ИзображениеЛента3ст = OriginalName =… … Википедия
Орден «За службу Родине в Вооружённых Силах СССР» — I степени … Википедия
Орден «За службу Родине» (Белоруссия) — Орден «За службу Родине» I степени … Википедия
Орден «За службу Родине в вооруженных силах» (ПМР) — Орден «За службу Родине в вооружённых силах Приднестровской Молдавской Республики» I степени [[Файл:| ]] II степени [[Файл:| ]] … Википедия
Орден «За службу Родине в вооружённых силах» — Орден «За службу Родине в вооружённых силах Приднестровской Молдавской Республики» I степени [[Файл:| ]] II степени [[Файл:| ]] … Википедия
Орден «За службу Родине в Вооружённых Силах Приднестровской Молдавской Республики» — I степени … Википедия
Орден «За службу Родине» (Белоруссия) — Карточка награды Название = Орден «За службу Родине» Изображение: ИзображениеЛента: Изображение2ст: ИзображениеЛента2ст: Изображение3ст: ИзображениеЛента3ст: OriginalName = За службу Радзiме Девиз = Страна = Флаг Белоруссии Белоруссия … Википедия
Медаль «Вооружённые силы на службе Родине» — Медаль Вооруженные силы на службе Родине (версия 1951 года) … Википедия
Измена Родине — Государственная измена преступление, заключающееся в деянии, сознательно направленном против интереса государства, гражданином которого является преступник, или так или иначе служит ему. В частности, к измене относится: переход на сторону… … Википедия
Измена родине — Государственная измена преступление, заключающееся в деянии, сознательно направленном против интереса государства, гражданином которого является преступник, или так или иначе служит ему. В частности, к измене относится: переход на сторону… … Википедия