Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

планы

  • 1 план

    план
    м
    1. τό σχέδιο[ν] / τό πλάνο (производственный):
    сверх \плана πάνω ἀπό τό πλάνο· перевыполнить \план ὑπερεκπληρῶ (или ξεπερνώ) τό πλάνο· строить \планы κάμνω σχέδια, σχεδιάζω· расстроить (сорвать) чьи-л, \планы ἀνατρέπω τά σχέδια κάποιου· учебный \план τό σχολικό πρόγραμμα·
    2. (чертеж) τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα, τό σχεδιάγραμμα:
    \план города τό σχέδιο πόλης· снять \план κάμνω σχεδιάγραμμα·
    3. (место расположения) τό μέρος:
    передний \план τό μπροστινό μέρος, τό μπρός· задний \план τό πίσω μέρος, τό βάθος· выдвинуть что-л. на первый \план перен προωθώ στήν πρώτη γραμμή, βάζω στήν πρώτη γραμμή.

    Русско-новогреческий словарь > план

  • 2 разрушить

    -шу, -шешь
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•

    землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.

    2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•

    разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•

    разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.

    3. ανατρέπω, χαλνώ•

    разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.

    || βλάπτω, φθείρω•

    разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.
    3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•

    планы -лись τα σχέδια χάλασαν..

    βλάπτομαι, φθείρομαι•

    здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.

    Большой русско-греческий словарь > разрушить

  • 3 строить

    строго, строишь
    ρ.δ.
    1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•

    строить дом χτίζω σπίτι•

    строить мост φτιάχνω γεφύρι.

    || κατασκευάζω•

    строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.

    || ράβω (ένδυμα).
    2. μτφ. δημιουργώ•

    строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.

    3. σχεδιάζω•

    строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.

    4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•

    строить фразу συντάσσω φράση•

    репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•

    строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•

    он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,

    5. βασίζω, στηρίζω•

    строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.

    6. κάνω•

    строить гримасы μορφάζω•

    строить шутки κάνω αστεία.

    7. συντάσσω•

    строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.

    8. παλ. μουσ. κουρντίζω.
    εκφρ.
    строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•
    строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...
    1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.
    2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.
    3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.
    4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•

    -лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.

    5. βασίζομαι, στηρίζομαι.
    6. συντάσσομαι (στηγραμμή).
    строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строено
    ρ.σ.μ.
    τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές.

    Большой русско-греческий словарь > строить

  • 4 перспектива

    1. (представление объектов на чертеже) η προοπτική (όψης) 2. (отдел начертательной геометрии) η προοπτική 3. (вид вдаль) η θέα 4. (виды, планы, расчёты на будущее) η προοπτική, η προσδοκία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перспектива

  • 5 преступный

    престу́пн||ый
    прил ἐγκληματικός:
    \преступныйые планы τά ἐγκληματικά σχέδια

    Русско-новогреческий словарь > преступный

  • 6 разрушать

    разрушать
    несов
    1. καταστρέφω, γκρεμίζω, χαλώ, χαλνώ/ κατεδαφίζω (здание):
    \разрушать мост χαλ(ν)ώ (или γκρεμίζω) τή γέφυρα·
    2. перен καταστρέφω, ρημάζω, ἀφανίζω:
    \разрушать экономику καταστρέφω τήν οἰκονομία· \разрушать замыслы, планы χαλώ τά σχέδια κάποιου· \разрушать здоровье καταστρέφω τήν ὑγεία· \разрушать до основания прям., перен γκρεμίζω ὁλότελα, ρημάζω.

    Русско-новогреческий словарь > разрушать

  • 7 расстраивать

    расстраивать
    несов
    1. (приводить в беспорядок) χαλ(ν)ῶ, προκαλώ ἀταξία, ἐπιφέρω σύγχυση:
    \расстраивать ряды противника ἐπιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τοῦ ἐχθ-ροῦ·
    2. (причинять вред) χαλ(ν)ῶ, διαταράσσω:
    \расстраивать здоровье χαλνώ τήν ὑγεία· \расстраивать желудок χαλνώ τό στομάχι, προξενώ στομαχική διατάραξη·
    3. (мешать осуществлению) χαλ(ν)ώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω:
    \расстраивать планы χαλνώ (или ματαιώνω) τά σχέδια·
    4. (огорчать) πικραίνω, στενοχωρώ·
    5. (музыкальный инструмент) ξε-κουρδίζω.

    Русско-новогреческий словарь > расстраивать

  • 8 рушиться

    рушить||ся
    1. πέφτω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι·
    2. перен γκρεμίζομαι, καταρρέω:
    планы рушились τά σχέδια κατέρρευσαν.

    Русско-новогреческий словарь > рушиться

  • 9 строить

    строить
    несов
    1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:
    \строить дом κτίζω σπίτι·
    2. перен (созидать, создавать) χτίζω:
    \строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·
    3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:
    \строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:
    \строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ.

    Русско-новогреческий словарь > строить

  • 10 широкий

    широк||ий
    прил
    1. прям., перен πλατύς, φαρδύς/ εὐρύς (о пространстве, тж. перен):
    \широкийие окна τά φαρδειά παράθυρα· \широкийая юбка ἡ φαρδειά φούστα· \широкийая у́ли-ца ὁ πλατύς δρόμος· \широкийие массы οἱ πλατειές μάζες· в \широкийом смысле (слова) μέ τήν πλατειά σημασία·
    2. перен (большой) μεγάλος, εὐρύς:
    в \широкийом масштабе σέ εὐρεΐα κλίμακα· \широкийие планы τά μεγάλα σχέδιά \широкийие горизонты οἱ εὐρείς ὀρίζοντες· ◊ \широкий шаг τό μεγάλο βήμα· жить на \широкийую но́гу ζῶ πολυτελέστατα· \широкий экран τό σινεμασκόπ.

    Русско-новогреческий словарь > широкий

  • 11 воинственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -венно
    μαχητικός, πολεμικός, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής, αρειμάνιος•

    -ые племена οι φιλοπόλεμες φυλές•

    -ые планы πολεμικά σχέδια•

    -ые намерения πολεμικές διαθέσεις•

    воинственный вид αρειμάνιο ύφος•

    воинственный дух πολεμικό πνεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > воинственный

  • 12 осуществить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осуществленный, βρ: -лен, -лени, -лено; ρ.σ.μ. πραγματοποιώ, -τώνω• εκτελώ εκπληρώνω•

    осуществить своё желание πραγματοποιώ την επιθυμία μου.

    πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι•

    -лись все наши планы πραγματοποιήθηκαν όλα осуществить σχέδια μας.

    Большой русско-греческий словарь > осуществить

  • 13 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 14 расстроить

    ρ.σ.μ.
    1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•

    расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•

    воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•

    расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•

    расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•

    расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.

    2. ταράσσω• σπάζω•

    последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.

    3. ξεκουρντίζω•

    расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.

    || ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.
    1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•

    хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•

    желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.

    2. ξεκουρντίζομαι•

    гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.

    3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•

    он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > расстроить

  • 15 рухнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. γκρεμίζομαι, πέφτω καταρρέω• σωριάζομαι•

    мост -ул η γέφυρα έπεσε•

    дом -ул το σπίτι κατέρρευσε.

    2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι, διαλύομαι•

    планы -ли τα σχέδια πήγαν χαμένα•

    надежды -ли οι ελπίδες φυλλορρόησαν.

    πέφτω, σωριάζομαι (για άνθρωπο).

    Большой русско-греческий словарь > рухнуть

  • 16 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 17 сбыточный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно παλ. πραγματοποιήσιμος•

    -ые планы πραγματοποιήσιμα πλάνα.

    εκφρ.
    -ое ли (это) дело? – μπορεί αυτό να γίνει;

    Большой русско-греческий словарь > сбыточный

  • 18 смешать

    ρ.σ. βλ. мешать
    εκφρ.
    смешать чьи карты ή планы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου.
    βλ. мешаться

    Большой русско-греческий словарь > смешать

  • 19 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 20 спутать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. путать.
    2. συνδέω, ενώνω• συσχετίζω.
    εκφρ.
    спутать расчты, планы – ανατρέπω όλους τους υπολογισμούς• χαλνώ, ματαιώνω τα σχέδια•
    спутать по рукам и ногам – δένω χειροπόδαρα (στερώ ελευθερίας δράσης).
    1. βλ. путаться (1, 4 σημ.).
    2. συνδέομαι, συσχετίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > спутать

См. также в других словарях:

  • планы — См …   Словарь синонимов

  • Планы — – пространственные зоны различной отдаленности, обычно отождествляемые с наиболее существенными или зрительно выделяющимися элементами изображения и имеющие значение в качестве опорных точек (пунктов) при передаче впечатления глубины пространства …   Энциклопедический словарь СМИ

  • Планы сторон в Прибалтийской стратегической оборонительной операции — Планы сторон на боевые действия в ходе Прибалтийской стратегической оборонительной операции: Содержание 1 Планы Германии 2 Планы СССР 2.1 Район прикрытия № …   Википедия

  • Планы и атласы Петербурга — Ленинграда —       Первые подробные отечественные картографические изображения района устья Невы датируются началом ХVIII в. Среди них план района Охты, отражающий реальную ситуацию примерно на май 1703, и несколько рукописных карт с проектом Петропавловской… …   Санкт-Петербург (энциклопедия)

  • Планы. Наброски. Сюжеты — ПЛАНЫ. НАБРОСКИ. СЮЖЕТЫ, разрозненные творч. заметки из разных тетрадей Л. Записи неоднородны по своему составу и значению: одни из них творч. замыслы, зафиксированные в одном двух предложениях как заметки «для себя», «для памяти» на будущее:… …   Лермонтовская энциклопедия

  • ПЛАНЫ ГОСУДАРСТВЕННЫЕ — планы, разрабатываемые на уровне страны (государства). Экономический словарь. 2010 …   Экономический словарь

  • ПЛАНЫ ИНДИКАТИВНЫЕ — планы, соответствующие прогнозам. Экономический словарь. 2010 …   Экономический словарь

  • ПЛАНЫ ТЕКУЩИЕ — краткосрочные планы, сроком до 1 года. Экономический словарь. 2010 …   Экономический словарь

  • ПЛАНЫ, ПРОГРАММЫ — Только имея программу, можно рассчитывать на сверхпрограммные неожиданности. Кароль Ижиковский Даже самый дурацкий замысел можно выполнить мастерски. Лешек Кумор Точное определение плана: выбор направления непредсказуемых злоупотреблений. Тадеуш… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • планы на будущее — перспективы, виды Словарь русских синонимов. планы на будущее сущ., кол во синонимов: 5 • виды (4) • идеи …   Словарь синонимов

  • ПЛАНЫ-ПРОГНОЗЫ — планы прогностического характера, в основу которых положены научно обоснованные прогнозы экономических процессов и будущего состояния экономики. Райзберг Б.А., Лозовский Л.Ш., Стародубцева Е.Б.. Современный экономический словарь. 2 е изд., испр.… …   Экономический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»