Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

первый+и

  • 41 начать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. начал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начатый, βρ: -чат, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω, κάνω την αρχή, την έναρξη• βάζω, θέτω σε ενέργεια• ανοίγω, πιάνω βάζω μπρος ξεκινώ•

    начать рубить αρχίζω να κόβω•

    начать постройку αρχίζω την οικοδομή•

    начать разговор αρχίζω την κουβέντα•

    переговоры αρχίζω τις συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    снова начать αρχίζω εκ νέου, επαναρχίζω•

    начать опять επαναρχίζω, ξαναρχίζω•

    начать спор αρχίζω τη συζήτηση•

    начать первый раз πρωταρχίζω•

    начать бочку вина ανοίγω (αρχίζω) το βαρέλι με το κρασί•

    αρχίσω.
    αρχίζω, άρχομαι, κάνω την αρχή κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > начать

  • 42 опыт

    α.
    1. πείρα•

    обмен -ом ανταλλαγή πείρας•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    административный опыт διοικητική πείρα•

    военный опыт στρατιωτική πείρα•

    личный опыт προσωπική πείρα•

    по -у από πείρα•

    по собственному -у εξ ιδίας πείρας•

    наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.

    2. (φιλοσ.) εμπειρία•

    чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.

    3. πείραμα•

    производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.

    4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•

    это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.

    Большой русско-греческий словарь > опыт

  • 43 первейший

    επ. υπερθ. β. του επ. первый.
    1. πρώτιστος, πρωταρχικός•

    -ее условие πρωταρχικός όρος•

    -ая задача πρώτιστο καθήκο.

    2. ο ο καλύτερος, ο πιο καλός, ο κάλλιστος.

    Большой русско-греческий словарь > первейший

  • 44 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 45 случай

    α.
    1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•

    непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•

    особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•

    в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•

    в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•

    как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•

    ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•

    если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•

    на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•

    -и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•

    редкий случай σπάνια περίπτωση.

    || κρούσμα•

    -заболевания κρούσμα ασθένειας•

    -и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.

    2. περίσταση• ευκαιρία•

    в донном -е στη δοσμένη περίσταση•

    в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•

    по -ю чего με την ευκαιρία του....

    3. βλ. случайность.
    εκφρ.
    в -е чего – σε περίπτωση που•
    на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•
    от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•
    купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•
    по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•
    при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•
    в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•
    в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•
    быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > случай

  • 46 сорт

    -а, πλθ. сорта α.
    1. ποιότητα•

    мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας•

    чай первого -а τσάι πρώτης ποιότητας•

    одного -а της αυτής (ίδιας) ποιότητας.

    || είδος•

    -а плательных тканей είδη υφασμάτων για γυναικεία ενδύματα•

    разные -а διάφορα είδη.

    2. ποικιλλία•

    сорт пшеницы ποικιλλία σιταριού•

    -винограда ποικιλλία σταφυλιού.

    3. χαρακτήρας•

    письмо такого -а γράμμα τέτοιου χαρακτήρα (περιεχομένου).

    εκφρ.
    первый сорт – πρώτη ποιότητα. (εξαιρετικός, υπέροχος).

    Большой русско-греческий словарь > сорт

  • 47 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 48 том

    -а, πλθ.α. ο τόμος•

    первый том энциклопедии ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας.

    || βιβλίο, μεγάλο, ογκώδες βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > том

  • 49 тур

    α.
    1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•

    один тур вальса ένας γύρος του βαλς.

    || περιφορά, περιοδεία•

    тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•

    тур по городу ο γύρος της πόλης.

    2. στάδιο•

    первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•

    второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.

    || περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.
    α. παλ.
    1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).
    2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).
    3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).
    α.
    1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.
    2. καυκάσιος ορεινός τράγος.

    Большой русско-греческий словарь > тур

  • 50 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

  • 51 этаж

    α.
    όροφος, πάτωμα•

    первый этаж το ισόγειο•

    второй этаж πρώτος όροφος•

    третий этаж δεύτερος όροφος κ.ο.κ.

    Большой русско-греческий словарь > этаж

См. также в других словарях:

  • ПЕРВЫЙ — ПЕРВЫЙ, или южн., зап. перший, счетом, по порядку счета начальный; один, раз, с которого идет счет. Первый, другой, третий и обчелся! не много, мало. Я тебе не в первый раз это говорю. Первые петухи, полночь. (Вторые, два часа; третьи, три).… …   Толковый словарь Даля

  • ПЕРВЫЙ — первая, первое. 1. Числит. порядк. к один. Первый топ. Первый номер. Первая стадия. Первое января (подразумевается число). «Три клада в сей жизни были мне отрада. И первый клад мой честь была.» Пушкин. 2. только мн. Занимающий начальное место в… …   Толковый словарь Ушакова

  • первый — Главный, зачинщик, запевало, застрельщик, затейщик, передовой, инициатор, пионер. Ср …   Словарь синонимов

  • первый — Первый, это порядковое числительное называет того или тех, кто в чем то опередил других. Ну, скажем, Сборная России на этих соревнованиях была первой. Однако нужно помнить, что числительное первый сочетается не со всеми глаголами, потому что есть …   Словарь ошибок русского языка

  • ПЕРВЫЙ — ПЕРВЫЙ, ая, ое. 1. см. один. 2. Первоначальный, самый ранний; происходящий, действующий раньше всех других. Первое впечатление. Первое время (сначала). Не первой молодости (не молод). П. рейс. Он сюда пришёл самый п. 3. Лучший из всех в каком н.… …   Толковый словарь Ожегова

  • ПЕРВЫЙ — «ПЕРВЫЙ», СССР, КИРГИЗФИЛЬМ, 1984, цв., 86 мин. Публицистическая драма. О кадровом партийном работнике. В ролях: Советбек Джумадылов (см. ДЖУМАДЫЛОВ Советбек), Наталья Аринбасарова (см. АРИНБАСАРОВА Наталья Утевлевна), Нуржуман Ихтымбаев (см.… …   Энциклопедия кино

  • первый — • первый мошенник …   Словарь русской идиоматики

  • первый — диал., нареч. перво сначала , перва, перва – то же (Даль), укр. первий, др. русск. пьрвъ, ст. слав. прьвъ, прьвыи πρῶτος (Клоц., Супр.), болг. първи, сербохорв. пр̑вӣ, словен. pȓvi, чеш., слвц. prvy, польск. pierwszy, др. польск. pirwo, рiеrwу …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • первый —   В первинку кому чему с инф. (разг.) в первый раз, впервые (приходится что н. делать, испытывать; чаще с отриц.).     Мне не в первинку дрова колоть.   Первобытное состояние (шутл.) прежнее, бывшее состояние.     Вернуть кого н. в первобытное… …   Фразеологический словарь русского языка

  • первый — Общеслав., имеющее соответствия в других индоевроп. яз. (ср. др. инд. pūrvas «прежний, первый», др. англ. forwost «первый, главарь», алб. parē «первый»). Суф. производное от per (см. перед), того же корня, что и греч. paros «до, прежде» др. инд.… …   Этимологический словарь русского языка

  • Первый — Запрос «Первый» перенаправляется сюда. Первому каналу российского телевидения посвящена соответствующая статья. Первый Тип мультфильма рисованный Режиссёр Роберт Саакянц Автор сценария { …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»