Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ни+-у+назад

  • 41 завалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ.
    παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.

    || κλείνω, φράζω•

    бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.

    || συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•

    работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.

    2. γέρνω, κλίνω•

    больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.

    3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.

    4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.
    5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).
    1. πέφτω•

    книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.

    || χώνομαι, εισδύω.
    2. γέρνω, κλίνω•

    голова -лась το κεφάλι έγειρε.

    3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•

    старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.

    4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.

    εκφρ.
    (хоть) завались – (απλ.) αφθονία.

    Большой русско-греческий словарь > завалить

  • 42 закинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•

    закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.

    2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•

    судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•

    -петлю ρίχνω θηλειά•

    закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•

    высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•

    закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•

    бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.

    εκφρ.
    закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•
    закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.
    2. γέρνω πίσω.
    3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > закинуть

  • 43 зачесать

    -чешу, -чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачсанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χτενίζω•

    зачесать волосы назад χτενίζω τα μαλλιά πίσω.

    2. αρχίζω να χτενίζω.
    1. χτενίζομαι.
    2. αρχίζω να χτενίζομαι..

    Большой русско-греческий словарь > зачесать

  • 44 колесо

    ουδ.
    1. τροχός, ρόδα•

    колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•

    колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•

    ведущее колесо κινητήριος τροχός•

    зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•

    рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•

    гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•

    гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•

    колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.

    2. επίρ. -ом σαν τροχός•

    кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.

    εκφρ.
    колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•
    грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•
    ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•
    пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•
    на -ах – σε διαρκές ταξίδι•
    пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•
    вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•
    ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•
    ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο).

    Большой русско-греческий словарь > колесо

  • 45 лишек

    -шка (лишекшку) α. (απλ.) το επί πλέον, το παραπάνω, το περίσσιο•

    лишек отдай назад το περίσσιο δόσ το πίσω.

    εκφρ.
    с -шком – και παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > лишек

  • 46 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 47 озирать

    ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) θεωρώ, κοιτάζω, περιβλέπω, περιφέρω το βλέμμα.
    κοιτάζω γύρω μου κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    παλ. κοιτάζω•

    озирать назад κοιτάζω πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > озирать

  • 48 осадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -дена, -деш
    ρ.σ.μ.
    1. πολιορκώ•

    осадить город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο.

    || συνωστίζομαι, συνωθούμαι γύρω περικυκλώνω.
    2. ενοχλώ, παραζαλίζω, παρασκοτίζω βομβαρδίζω (με ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, χώνω•

    осадить сваю μπήγω πάσσαλο.

    2. κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. осадить 2).
    1. αναχαιτίζω, συγκρατώ. || σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. || υποχρεώνω σε πισωδρόμηση•

    -и назад κάνε πίσω.

    2. μτφ. διακόπτω• επαναφέρω στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > осадить

  • 49 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 50 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

  • 51 отскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, τινάζομαι, (ξε)πετάγομαι•

    отскочить назад πετάγομαι πίσω•

    отскочить в сторону πετάγομαι στην άκρη (στο πλάι)•

    мяч -ил от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε πίσω.

    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι απότομα•

    пуговица -ла το κουμπί κόπηκε απότομα.

    3. συναντώ άρνηση, δε βρίσκω απήχηση•

    все благоразумные доводы от него -ли όλα τα λογικά επιχειρήματα δε βρήκαν καμιά απήχηση σ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > отскочить

  • 52 пленник

    α.
    -ца, -ы θ.(κυρλξ. κ. μτφ.) αιχμάλωτος•

    пленник стоял с завязанными назад руками ο αιχμάλωτος στέκονταν με δεμένα τα χέρια πίσω•

    пленник собственных стрсти αιχμάλωτος των ιδίων του παθών.

    Большой русско-греческий словарь > пленник

  • 53 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 54 сто

    ста (αριθμ. ποσοτικό).
    ο αριθμός 100. || (ποσό) εκατό•

    сто рублей εκατό ρούβλια•

    в ста шагах σε εκατό βήματα (απόσταση)•

    много сот лет тому назад πολλούς αιώνες πριν.

    Большой русско-греческий словарь > сто

  • 55 туда

    επίρ.
    εκεί• προς τα εκεί, προς εκείνο το μέρος, κατά κει•

    ступайте туда πηγαίνετε εκεί•

    не ходите туда μη πηγαίνετε εκεί•

    туда и обратно ή туда и назад αλέ-ρετούρ, πάνε κι έλα•

    туда -сюда α) πέρα-δώθε. β) ως κατηγ. πηγαίνω, τρέχω παντού, γ) κι έτσι κι αλλιώς•

    (и) туда и сюда α) κι εκεί κι εδώ. β) κι έτσι κι αλλιώς, διαφοροτρόπως•

    то туда, то сюда ποτ εκεί, πότ εδώ• μια εκεί, μια εδώ•

    ни туда ни сюда ούτε προς τα κει, ούτε προς τα δω, ούτε μπροστά, ούτε πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > туда

  • 56 умереть

    умру, умршь, παρλθ. χρ. умер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. умерший
    ρ.σ.
    1. πεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώ• τελευτώ πέφτω•

    умереть он умер два года тому назад αυτός πέθανε πριν δυο χρόνια•

    они -ли за родину αυτοί πέθαναν (έπεσαν) για την πατρίδα.

    2. μτφ. εξαφανίζομαι, σβήνω, χάνομαι•

    дело наших отцов никогда не -т το έργο των πατέρων μας ποτέ δε θα πεθάνει (είναι αθάνατο).

    εκφρ.
    хоть умри – πάσει θυσία, και με θάνατο ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > умереть

  • 57 хождение

    ουδ.
    πορεία, βάδισμα, όδευση, πηγαιμός, μετάβαση• περιφορά, γύρισμα•

    хождение по городу το γύρισμα στην πόλη•

    хождение под парусами ιστιοπλοΐα•

    хождение туда и назад πηγαινο-ερχομός, το αλερετούρ•

    хождение по цыпочкам βάδισμα στις μύτες (δάχτυλα) των ποδιών•

    хождение за грибами μετάβαση για μανιτάρια•

    хождение по святым местам μετάβαση στους αγίους τόπους.

    || παλ. • (φιλγ.)• τάξε ιδ ιωτ ικές εντυπώσεις.
    εκφρ.
    хождение в народ – πορεία προς το λαό (διαφώτιση και επαναστατικοποίηση 1860 – 1870)• хождение по мукам βασανιστική πορεία•
    иметь хождение – χρησιμοποιούμαι, συνηθίζομαι, κυκλοφορώ•
    по образу пешего -я – πεζός, ποδαρόδρομο.

    Большой русско-греческий словарь > хождение

  • 58 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

  • 59 этак

    κ. (απλ.) эдак επίρ.
    1. βλ. так (1 σημ.).
    2. αλλιώς, διαφορετικά•

    и так и этак κι έτσι κι αλλιώς•

    тут, там не так εδώ αλλιώς, εκεί όχι έτσι.

    || περίπου•

    очень давно, лет сто, этак, назад πολύ παλαιά, πριν, περίπου, εκατό χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > этак

См. также в других словарях:

  • Назад в будущее — Назад в будущее. Трилогия Back to the Future Trilogy …   Википедия

  • Назад в будущее (кинотрилогия) — Назад в будущее. Трилогия Back To The Future Trilogy Жанр приключенческая фантастическая комедия Режиссёр Роберт Земекис …   Википедия

  • назад — Вспять, обратно. Ср. . См. обратно.. взять назад, давно тому назад, за много лет тому назад, играй назад!, попятиться назад, пятиться назад, сделать шаг назад, тому назад, шаг назад... . Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений.… …   Словарь синонимов

  • НАЗАД — НАЗАД, нареч. 1. В направлении, противоположном предшествующему движению, в обратном направлении; ант. вперед. Шаг вперед, два шага назад (заглавие книги В.И.Ленина, 1902 г.). || По направлению к задней стороне чего нибудь, в обратную сторону;… …   Толковый словарь Ушакова

  • назад — Назад, мы ведем речь о наречии назад, использующемся со словами, называющими количество времени, прошедшего от того или иного события до настоящего момента. Этому наречию нередко сопутствует слово тому. Десять лет тому назад начались… …   Словарь ошибок русского языка

  • Назад (фильм) — Назад Get Back Жанр музыкальный Режиссёр Ричард Лестер, Aubrey Powell …   Википедия

  • НАЗАД В БУДУЩЕЕ — «НАЗАД В БУДУЩЕЕ» (Back to the Future) США, 1985, 116 мин. Фантастика, комедия. Успех романтически иронического фильма «Роман с камнем» о путешествии наивной нью йоркской писательницы в джунгли Колумбии окрылил Роберта Земекиса. Он продолжил свою …   Энциклопедия кино

  • НАЗАД — себя. Перм. На спину, навзничь. СГПО, 331. Оглядываться назад. Книжн. Воспроизводить в памяти и оценивать прошлое. ФССРЛЯ 2004, 1. 717. Сдать назад. Жарг. мол. Изменить свое поведение, свой образ мыслей. Максимов, 266 …   Большой словарь русских поговорок

  • Назад в СССР (фильм) — Назад в СССР (фильм): «Назад в СССР» (Back in the USSR) американо японский фильм режиссёра Дерана Сарафяна 1992 года с участием российских актёров[1]. «Назад в СССР» российский фильм режиссёра и сценариста Валерия Рожнова 2010 года. Источники ↑… …   Википедия

  • НАЗАД В БУДУЩЕЕ-2 — «НАЗАД В БУДУЩЕЕ II» (Back to the Future II) США, 1989, 105 мин. Фантастика, комедия. Режиссер популярной картины «Назад в будущее» решил продолжить развлекательно фантастическое странствие во времени, поставив через четыре года еще две серии… …   Энциклопедия кино

  • НАЗАД В БУДУЩЕЕ-3 — «НАЗАД В БУДУЩЕЕ III» (Back to the Future III) США, 1990, 119 мин. Фантастика, комедия, вестерн. Если во второй части царила «техническая фантастика» в эпизодах из 2015 года и хитроумная интрига, правда, с классическим, так сказать, гриффитовским …   Энциклопедия кино

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»