-
101 замужний
-яя, -ееεπ.1. παντρεμένος, συζυγικός βίος•-яя жизнь η ζωή των παντρεμένων.
2. ουσ. θ. -яя η παντρεμένη. -
102 заработать
ρ.σ.κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.
|| αποκτώ με τη δουλειά μου•заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.
|| (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.
|| αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά. -
103 застраховать
-хую, -хуешьав. μτχ. παρλθ. χρ. застрахованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. ασφαλίζω•застраховать жизнь, имущество ασφαλίζω τη ζωή, περιουσία•
застраховать дом от пожара ασφαλίζω το σπίτι από πυρκαγιά.
2. μτφ. προφυλάσσω, εξασφαλίζω, περιφρουρώ από κίνδυνο.1. ασφαλίζομαι.2. προφυλάσσομαι, εξασφαλίζομαι κίνδυνο. -
104 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
105 изгнаннический
επ.του εξόριστου, του εκτοπισμένου•-ая жизнь η ζωή του εξόριστου.
-
106 изжить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -оκ. изжитой, βρ: -жит, -а-ο; ρ.σ.μ.1. εξαλείφω, ξεριζώνω•изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.
2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•изжить горе περνώ φαρμάκια•
изжить печали περνώ θλίψη.
εκφρ.он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,). -
107 изумительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος υπέροχος•-ая сила воли καταπληκτική δύναμη θέλησης•
-ая-жизнь υπέροχη ζωή.
-
108 казарменный
επ.του στρατώνα•-ая жизнь η ζωή του στρατώνα.
|| εν είδη στρατώνα, σαν στρατώνας.εκφρ.быть на -ом положении ή перейти на -ое положение – είμαι ή γίνομαι καραβανάς. -
109 карта
-ы θ.1. χάρτης•географическая γεωγραφικός χάρτης•
этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•
политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•
карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•
морская карта ναυτικός χάρτης.
2. παλ. κατάλογος φαγητών.3. παλ. καρτ-ποστάλ.4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•
играть в карты παίζω χαρτιά•
простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•
гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•
ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.
εκφρ.последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο. -
110 келейный
επ.του κελιού•-ая жизнь μοναστική ζωή•
-ая тишина άκρα ησυχία, νέκρα.
|| κρυφός, μυστικός. -
111 колея
-и θ.1. ροδιά, αμαξοτροχιά• αμαζό-λακκος.2. σιδηροτροχιά.3. μτφ. ρους, πορεία•жизнь вошли в обычную -ю η ζωή μπήκε στον κανονικό της ρυθμό•
выбить из -и βγάζω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία (για ζωή, υπόθεση)•
выбиться (выйти) из -и εκικλίνω, βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία.
-
112 кончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. τελειώνω, περατώνω•кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•
кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.
2. πεθαίνω, τελευτώ•он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.
|| φονεύω, σκοτώνω•он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.
εκφρ.кончить жизнь ή век – πεθαίνω•кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).2. περατώνομαι, τελειώνω•этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•
кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•
тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•
перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.
|| πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω. -
113 коротать
ρ.δ.μ.(για χρόνο)• περνώ•коротать время περνώ τον καιρό•
коротать вечер в разговорах περνώ τα βράδια με κουβεντολόι.• коротать жизнь περνώ τη ζωή•
коротать свои дни охотно περνώ τις μέρες μου ευχάριστα.
περνώ•в разговорах вечера -лись незаметно με τις κουβέντες τα βραδάκια περνούσαν χωρίς να καταλάβουμε.
-
114 кочевой
επ.νομαδικός•-ые народы νομαδικοί λαοί•
-ые племени νομαδικές φυλές•
-ая жизнь νομαδική ζωή•
-ая юрта νομαδική σκηνή.
-
115 красивый
επ., βρ: -сив, -а, -о- όμορφος, ωραίος. || αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. || ευχάριστος, αγλαός•-ая музыка ωραία μουσική•
-ая жизнь ωραία ζωή•
-ая фраза ωραία φράση.
-
116 кромешный
επ. παλ. βαρύς, αφόρητος•-ая жизнь αφόρητη ζωή.
εκφρ.кромешный ад – κ. -ая мука κόλαση (ανυπόφορη κατάσταση)•- ая тьма – κ. кромешный мрак θεοσκόταδο, ζόφος, έρεβος, ταρτάρειο σκότος. -
117 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
118 лучше
συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•
старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•
мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•
лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•
лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•
лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.
εκφρ.как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•тем лучше – ακόμα καλύτερα. -
119 мирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•мирный народ ειρηνόφιλος λαός•
-ое государство ειρηνόφιλο κράτος.
|| φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•
-ая жизнь ειρηνική ζωή•
мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•
-ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.
2. ειρηνευτικός•-ая политика πολιτική ειρήνης•
-ое время ειρηνική περίο, δος.
|| της ειρήνης•мирный трактат συνθήκη ειρήνης•
-ая конференция διάσκεψη ειρήνης.
-
120 многоликий
επ., βρ: -лик, -а, -о.1. πολυάνθρωπος, κοσμοβριθής.2. πολύμορφος•-ая жизнь πολύμορφη ζωή.
См. также в других словарях:
Жизнь замечательных людей (1890—1924) — Жизнь замечательных людей Жанр: Биографическая книга Страна … Википедия
ЖИЗНЬ — понятие многозначное, меняет свое содержание в зависимости от области применения. В биол. науках понимается как одна из форм существования материи, осуществляющая обмен веществ, регуляцию своего состава и функций, обладающая способностью… … Энциклопедия культурологии
ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ, жизни, жен. 1. только ед. Существование вообще, бытие в движении и развитии. Жизнь мира. Законы жизни. 2. только ед. Состояние организма в стадии роста, развития и разрушения. Жизнь человека. Жизнь растений. || Физиологическое… … Толковый словарь Ушакова
ЖИЗНЬ — как чужой язык: все говорят с акцентом. Кристофер Морли Жизнь есть сон, снящийся Богу. Хорхе Луис Борхес Жизнь это эпидемическая болезнь, передающаяся половым путем. Жизнь что трамвай с вагоновожатым не поразговариваешь. Янина Ипохорская Жизнь… … Сводная энциклопедия афоризмов
Жизнь замечательных людей — Серийн … Википедия
Жизнь замечательных людей. Таблица — Жизнь замечательных людей. Таблица Основная информация о серии Жизнь замечательных людей находится на странице Жизнь замечательных людей. Здесь книги серии приведены в виде таблицы. Номер по каталогу Автор Название Год Число страниц Тираж… … Википедия
жизнь — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? жизни, чему? жизни, (вижу) что? жизнь, чем? жизнью, о чём? о жизни; мн. что? жизни, (нет) чего? жизней, чему? жизням, (вижу) что? жизни, чем? жизнями, о чём? о жизнях 1. Жизнь это особая форма… … Толковый словарь Дмитриева
Жизнь с Богом (издательство) — «Жизнь с Богом» («La Vie avec Dieu») христианское издательство, существовавшее в Брюсселе с 1945 по 2000 годы. Основано Ириной Михайловной Посновой, католичкой по вероисповеданию, дочерью русского историка Церкви Михаила Эммануиловича… … Википедия
Жизнь других — Das Leben der Anderen … Википедия
жизнь — (2) 1. Достояние, достаток; совокупность жизненных благ: Тогда при Олзѣ Гориславличи сѣяшется и растяшеть усобицами; погыбашеть жизнь Даждь Божа внука; въ княжихъ крамолахъ вѣци человѣкомь скратишась. 16 17. Ярославе и вси внуце Всеславли! уже… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ. Содержание: Определение понятия «жизнь» ........292 Проблема возникновения жизни на земле . . 296 Жизнь с точки зрения диалектического материализма....................299 Жизнь, основное понятие, выработанное первобытным… … Большая медицинская энциклопедия