-
1 судьба
-
2 судьба
-ы, πλθ. судьбы, судеб κ. παλ. судеб, судьбам κ. παλ. судьбам θ.1. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, το μοιραίο• το πεπρωμένο, το γραφτό, της τύχης τα γραμμένα, μοιρόγραφτο• ριζικό.2. πλθ. -ы η ύπαρξη και η εξέλιξη•исторические -ы народных псень η τύχη και η εξέλιξη των δημοτικών τραγουδιών,
εκφρ.какими -ами? – πως έπεσες (βρέθηκες) εδώ; ποιο καράβι σι έβγαλε εδώ;•не судьба ему – δε θα έχει τύχη, δε θα είναι τυχερός. -
3 судьба
судьб||аж ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό πεπρωμένο[ν], ἡ είμαρμένη· ◊ какими \судьбаа-ми? разг πως ἐτυχες ἐδώ;· волею судеб (или судьбы) разг τἄφερε ἡ τύχη· благодарить \судьбау εὐχαριστώ τήν τύχη· бросить кого́-л. на произвол \судьбаы ἀφήνω κάποιον στό ἔλεος τής τύχης· распоряжаться собственной \судьбао́й εἶμαι κύριος τής τύχης μου. -
4 судьба
[σουτ"μπά] ουσ. θ. μοίρα -
5 судьба
[σουτ"μπά] ουσ θ μοίρα -
6 предопределение
предопределениес (судьба, рок) уст. τό πεπρωμένο[ν], τό γραφτό. -
7 свести
свестисов см. сводить· судьба свела нас еще раз ἡ τύχη τό ἐφερε νά συναντηθούμε ἄλλη μιά φορά. -
8 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
9 вознести
-есу, -есёшь, παρλθ. χρ. вознес, -есла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. вознесший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесенный, βρ: -сен, -сена, -сеноρ.σ.μ.ανεβάζω, σηκώνω ψηλά, υψώνω, αίρω, επαίρω, ανάγω•вознести до небес υψώνω στα ουράνια•
судьба его высоко -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά.
1. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη• ανεγείρομαι.2. (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονω, μεγαλοφρονω. -
10 заботить
-очу, -отишьρ.δ.μ. ανησυχώ, με ανησυχεί, με τρώει η σκέψη• φοβούμαι•отца -ла судьба своего сына τον πατέρα ανησυχούσε η τύχη του παιδιού του•
это его мало -ит αυτό λίγο τον ανησυχεί.
1. ανησυχώ, φοβούμαι.2. ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ, κοιτάζω, νοιάζομαι•я нимало не -чусь о нем καθόλου δε φροντίζω γι’ αυτόν•
он мало --ится о своем здоровье αυτός λίγο ενδιαφέρεται για την υγεία του•
заботить о чьих выгодах φροντίζω για τα συμφέροντα κάποιου.
-
11 забросить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•забросить невод ρίχνω το δίχτυ.
|| κάμπτω, γέρνω•забросить голову назад ρίχνω πίσω (ανακάμπτω) το κεφάλι•
забросить одну ногу на другую βά-βάζω το πόδι απανωτά•
судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά.
2. αφήνω, ξεχνώ•я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω.
3. εγκαταλείπω, παραμελώ•она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε τα παι,διά.
4. σταματώ, παύω να ασχολούμαι•забросить музыку παρατώ τη μουσική•
забросить чтение παρατώ το διάβασμα.
-
12 занести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес-ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. φέρω, προσκομίζω•друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•
судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•
как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.
2. βάζω, μεταφέρω μέσα•занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.
3. εγγράφω•занести в список εγγράφω στον κατάλογο.
4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•
занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.
|| εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•занести песком σκεπάζω με άμμο.
|| απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.
-
13 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
14 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
15 незадачливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτυχος, ατυχής, κακότυχος, κακόμοιρος, δύσμοιρος, δΰστηνος•незадачливый человек κακότυχος άνθρωπος•
-ая судьба γρουσούζικη τΰχη•
незадачливый день ανάποδη μέρα.
-
16 привести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. приведяρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•
побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•
обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•
привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•
-к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•
привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•
привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•
привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.
2. βάζω, θέτω•привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.
3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•привести в готовность ετοιμάζω•
привести в исполнение εκτελώ•
привести в порядок τακτοποιώ•
привести в негодность αχρηστεύω.
|| (μαθ.) τρέπω•привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.
4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•
привести к поражению οδηγώ στην ήττα.
5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•привести пример φέρω παράδειγμα•
привести аргументы φέρω επιχειρήματα•
он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.
εκφρ.привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•-дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη. -
17 растащить
ρ.δ.μ.1. σκορπίζω, διαλύω•растащить костёр σκορπίζω τη φωτιά (αποτραβώντας τα ξύλα).
|| κουβαλώ, διαρπάζω, κλέβω.2. (ξε)χωρίζω•растащить дерущихся χωρίζω τους καβγατζήδες.
|| χωρίζω•судьба -ла нас η τύχη μας χώρισε.
-
18 рознить
ρ.δ.1. (παλ. κ. απλ.)• (δια)χωρίζω•судьба нас -ит η τύχη μας χωρίζει.
|| ξεχωρίζω (σε μέρη, τεμάχιο:).2. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ποικίλλω.διαφέρω,είμαι διαφορετικός. -
19 судьбина
-ы θ.βλ. παλ. судьба. -
20 трагический
επ.τραγικός•трагический актр τραγικός ηθοποιός•
-ая участь (судьба) τραγική τύχη•
-ое зрлще τραγικό θέαμα•
-ое положение τραγική κατάσταση•
трагический вопль τραγική κραυγή•
-ая гибель τραγικός θάνατος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
СУДЬБА — Уже при покачивании колыбели решается, куда склонится чаша весов судьбы. Станислав Ежи Лец Судьба переменчива: плохие дни чередуются с очень плохими. Лили Томлин Желающего судьба ведет, не желающего тащит. Сенека До середины жизни судьба нас… … Сводная энциклопедия афоризмов
СУДЬБА — в мифологии, в иррационалистических филос. системах, а также в обывательском сознании неразумная и непостижимая предопределенность событий и поступков человека. Идею С. абсолютизирующую в явлении детерминации только один аспект аспект несвободы,… … Философская энциклопедия
судьба — сущ., ж., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? судьбы, чему? судьбе, (вижу) что? судьбу, чем? судьбой, о чём? о судьбе; мн. что? судьбы, (нет) чего? судеб и судеб, чему? судьбам, (вижу) что? судьбы, чем? судьбами, о чём? о судьбах 1.… … Толковый словарь Дмитриева
СУДЬБА — СУДЬБА (ειμαρμένη, fatum), понятие, выражающее зависимость от обстоятельств или высших сил. Нормативный греч. термин ειμαρμένη происходит от глагола μείρομαι («получать по жребию», «получать в удел»); того же корня μέρος, μοίρα, μόρος имеющие … Античная философия
Судьба повелителя — Hökmdarın taleyi … Википедия
Судьба резидента — «Судьба резидента» … Википедия
Судьба (фильм — Судьба (фильм, 1975) Судьба The Fortune Жанр комедия … Википедия
судьба — Судьбина, рок, удел, жребий, доля, участь, счастье, будущность, грядущее, предназначение, предопределение, провидение. Мне суждено, дано, предопределено, на роду написано; мне выпало на долю; такая судьба мне выпала (досталась). Рок судил кому… … Словарь синонимов
СУДЬБА — судьбы, мн. судьбы, судеб, судьбам, жен. 1. Стечение обстоятельств (первонач., в мифологии и мистических представлениях, потусторонняя сила или воля божества, предопределяющая всё, что происходит в жизни). «Опять увидеть их мне суждено судьбой.»… … Толковый словарь Ушакова
Судьба человека (повесть) — У этого термина существуют и другие значения, см. Судьба человека (фильм). Судьба человека Автор: Михаил Шолохов Жанр: проза Язык оригинала: русский Издательство: Журнал «Дон» Выпуск … Википедия
Судьба на выбор — «Судьба на выбор» «Судьба на выбор» … Википедия