Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

на+дому

  • 21 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 22 домчать

    -чу, -чишь ρ.σ.
    1. μ. μεταφέρω ολοταχώς ως•

    лошади мигом -ли нас до дому τα άλογα με μια ανάσα μας πήγαν ως το σπίτι.

    2. βλ. домчаться.
    φτάνω ολοταχώς ως•

    Большой русско-греческий словарь > домчать

  • 23 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 24 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 25 недалеко

    κ. недалко
    επίρ.
    όχι μακριά, κοντά, σιμά, πλησίον, εγγύς, я живу недалеко от театра εγώ ζω κοντά στο θέατρο•

    ему недалеко идти αυτός δεν έχει μεγάλο δρόμο να κάνει•

    на таких клячах недалеко уедешь με τέτοια παλιάλογα δε θα πας μακριά•

    до дому уже недалеко ως το σπίτι πια δεν είναι μακριά (κοντεύομε να φτάσομε).

    εκφρ.
    недалеко ходить ή идти – μη πας μακριά (έχομε δικό μας |ή πρόσφατο παράδειγμα).

    Большой русско-греческий словарь > недалеко

  • 26 полчаса

    -часа α. μισή ώρα, μισάωρο, ημίωρο•

    через полчаса μετά από μισή ώρα•

    в полчаса добежал до дому σε μισή ώρα έφτασα τρέχοντας στο σπίτι•

    около полчаса περίπου μισή ώρα•

    полчаса уже пробило μισή ώρα πιά σήμανε (χτύπησε).

    Большой русско-греческий словарь > полчаса

  • 27 пригородить

    -рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пригороженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περικλείνω, περιφράζω, συμτιεριλαβαίνω παίρνω μέσα•

    пригородить к дому участок земли περί-κλείνω οικόπεδο στο σπίτι.

    || χτίζω κοντά σε άλλη οικοδομή.

    Большой русско-греческий словарь > пригородить

  • 28 притечь

    ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ. приткший κ. притекший
    ρέω, εισρέω•

    вода -кла к дому-то νερό έρευσε προς το σπίτι•

    дождевая вода -кла в ложбину το νερό της βροχής εισέρευσε στο λάκκο.

    || μτφ. έρχομαι, καταφτάνω.

    Большой русско-греческий словарь > притечь

  • 29 прихлынуть

    -нет
    ρ.σ. ρέω ή χτυπώ ορμητικά•

    волны -ли на берег τα κύματα χτύπησαν ορμητικά στην ακτή•

    кровь -ла к голово το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι.

    || ξεχύνομαι, ορμώ•

    толпа -ла к дому το πλήθος όρμησε κατά το σπίτι.

    || μτφ. κυριεύω, καταλαβαίνω πληρώ, γεμίζω.

    Большой русско-греческий словарь > прихлынуть

  • 30 хозяйничать

    ρ.δ.
    1. ασχολούμαι με το νοικοκυριό, νοικοκυρεύω•

    дочка -ла по дому η κορούλα νοικοκύρευε στο σπίτι.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, κάνω κουμάντο, κουμαντάρω.

    Большой русско-греческий словарь > хозяйничать

См. также в других словарях:

  • дому́чивать — аю, аешь. несов. к домучить …   Малый академический словарь

  • дому́чиваться — аюсь, аешься; несов. 1. несов. к домучиться. 2. страд. к домучивать …   Малый академический словарь

  • дому́чить — чу, чишь; сов., перех. (несов. домучивать). разг. Окончательно измучить …   Малый академический словарь

  • дому́читься — чусь, чишься; сов. (несов. домучиваться). разг. Провести в мучениях время до какого л. срока, предела …   Малый академический словарь

  • Работа на дому (мошенничество) — Объявление обещает 2000$ за неполный рабочий день и 6000$ за полный Не следует путать с Работа на дому  законный способ заработка. Работа на дому (англ. work at home scheme)  сх …   Википедия

  • ПОМОЩЬ НА ДОМУ — ПОМОЩЬ НА ДОМУ, или квартирная мед. помощь представляет собой особый вид организации лечебно профилактической помощи на дому больным, не могущим по состоянию своего здоровья явиться на амбулаторный прием, а также больным, нуждающимся в… …   Большая медицинская энциклопедия

  • Помощь на дому — I Помощь на дому важнейшая составная часть внебольничной помощи, оказываемая персоналом амбулаторий, поликлиник (поликлинических отделений), станций скорой помощи и фельдшерско акушерских пунктов при посещении больных на дому. В результате… …   Медицинская энциклопедия

  • Услуги на дому — – любые услуги медицинского или социального характера, которые оказывают клиенту на дому. Оснований для подобных услуг множество: диспансерное наблюдение за вышедшими из больницы, оказание услуг людям, которые не могут их получить в клинике или в …   Словарь-справочник по социальной работе

  • Мир Вашему дому — Основная статья: Дискография Владимира Высоцкого Мир Вашему дому На концертах Владимира Высоцкого Владимир Высоцкий Дата выпуска 1988 Записан 1972 Жанр Авторская песня …   Википедия

  • до дому — домой, на флэт, на хазу, восвояси, к себе, до хаты, до дому, до хаты Словарь русских синонимов. до дому предл, кол во синонимов: 7 • восвояси (6) • …   Словарь синонимов

  • Хозяин в дому, что медведь в бору; хозяюшка в дому, что оладышек в меду. — Хозяин в дому, что медведь в бору; хозяюшка в дому, что оладышек в меду. См. ДВОР ДОМ ХОЗЯЙСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»