-
101 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
102 испортить(ся)
ρ.σ.βλ. портить(ся).εκφρ.испортить(ся) много крови кому – στενοχωρώ πολύ κάποιον, βάζω σε μπελιάδες, σκοτούρες. -
103 крат
στην εκφρ. во сто крат ή во много εκατό φορές, πολλές φορές. -
104 люди
люди 1людей, людям, людьми, о людях α.1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•
делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•
люди говорят ο κόσμος λέει•
он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•
как много -ей! τι πολύς κόσμος!•
пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•
старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•
новые люди οι νέοι, νεολαίοι.
2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.εκφρ.на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.люди 2ουδ.άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л». -
105 мало
επίρ.1. λίγο•он мало ест αυτός λίγο τρώγει•
мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.
|| λιγοστά, λιγούτσικα.2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).
εκφρ.мало ли – άραγε λίγο;•мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργαα) λίγο, παρά λίγοон не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•мало того – εκτός απ αυτό•ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•того, что... – δε φτάνει που... -
106 мечтать
ρ.δ. ονειροπολώ, ρεμβάζω, φαντασιοκοπώ, ονειρεύομαι. || ποθώ μανιώδικα. || προύποθέτω ελπίζω.εκφρ.мечтать о себе (много, высоко) – έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.ονειρεύομαι, ονειροπολώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
107 мнить
мню, мнишьρ.δ. παλ. θεωρώ, υπολογίζω, λογαριάζω•он мнит себя учёным θεωρεί τον εαυτό του επιστήμονα.
εκφρ.много ή высоко мнить о себе – θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο• έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.μου φαίνεται•мне -ится μου φαίνεται, νομίζω.
-
108 набрести
-бреду, -бредшь, παρλθ. χρ. набрл-брела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. набрд-шийρ.σ.1. (περιφερόμενος, περιπλανόμενος) πέφτω επάνω, συναντώ, βρίσκομαι αντιμέτωπος-- на след πέφτω στα ίχνη•охотник -л в лесу на медведь ο κυνηγός στο δάσος συνάντησε αρκούδα.
|| μτφ. τυχαία εφευρίσκω, ανακαλύπτω, συλλαμβάνω με το νου.2. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι•-ло много народу συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος.
-
109 навалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•
-ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.
|| μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•-ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.
2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•-ло много сн-гу χιόνισε πολύ.
4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.
5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.
|| μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.4. πέφτω σωρηδόν. -
110 навести
-веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл-вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.
|| (στρατ.) σκοπεύω.5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•навести переправу φτιάχνω πορθμείο•
мост φτιάνω γεφύρι.
6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).7. προσδίνω•красоту προσδίνω ομορφιά•
навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).
|| βάζω, επιβάλλω•навести порядок βάζω τάξη.
8. φέρω•-вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.
9. γεννώ (πολλά).εκφρ.навести критику – κριτικάρω•справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό. -
111 навешать
-
112 навеять
-вю, -веешьρ.δ.μ.1. φέρω πνέοντας, παρασέρνω φυσώντας•ветер -ял прохладу ο αέρας μας έφερε δροσιά•
-ло снегу συσσωρεύτηκε χιόνι από τον αέρα.
2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ•журчание ручья -ло на нас дремоту το κελάρυσμα του ρυακιού μας αποκοίμησε.
3. λιχνίζω•навеять овей λιχνίζω βρώμη•
-много пшеницы λιχνίζω πολύ σιτάρι.
-
113 навидаться
ρ.σ. βλέπω•чего, я не -лся τι δεν είδα ή και τι δεν είδαν τα μάτια • μου•
-лся много разных диковин в музеях είδα πολλά και διάφορα παράξενα στα μουσεία.
-
114 навязнуть
-нет, παρλθ. χρ. навяз,1 -ла, -лоρ.σ.(προσ)κολλώ•в сетях -ло много тины στα δίχτια κόλλησε πολύς βόρβορος.
-
115 навялить
ρ.σ.μ. ξηραίνω στον ήλιο•навялить много рыбы ξηραίνω στον ήλιο πολλά ψάρια.
-
116 нагнать
-гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, εξισώνομαι.2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.
3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•
ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.
4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•
нагнать тоску προξενώ θλίψη•
нагнать сон προκαλώ ύπνο.
5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.
6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.
εκφρ.нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή. -
117 нагнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. λυγίζω, κάμπτω γέρνω, κλίνω•нагнуть ветку λυγίζω το κλαδί•
нагнуть голову σκύβω το κεφάλι.
2. (με ποσοτική σημ.) λυγίζω•-много дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές.
λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω, κλίνω, σκΰφτω•ветки -лись τα κλαδιά λύγισαν, чтобы поднять что-н. σκΰφτω για να σηκώσω κάτι.
-
118 наделать
ρ.δ.μ.1. (με ποσοτική σημ.) κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω•наделать коробочек φτιάχνω κουτάκια.
2. διαπράττω κάτι επιλήψιμο ή αξιοκατάκριτο προξενώ•что вы -ли! τι (είναι αυτό που) κάνατε!•
наделать ощибок κάνω λάθη•
наделать много горя προξενώ πολλές στενοχώριες•
наделать глупостей κάνω πολλές κουταμάρες•
наделать хлопот кому βάζω κάποιον σε μπελιάδες•
наделать неприятностей κάνω δυσάρεστες (ασυμβίβαστες) πράξεις.
-
119 надёргать
ρ.σ.μ.1. (με ποσοτική σημ.) ξεριζώνω, τραβώ, βγάζω•надёргать много льна ξεριζώνω πολύ λινάρι.
2. μτφ. βγάζω αδέξια, δεν κάνω καλή επιλογή•надёргать цитат, примеров δεν κάνω καλή επιλογή συγγραφικών αποσπασμάτων,παραδειγμάτων.
-
120 надрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. надрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надранный, βρ: -дран, -а, -оρ.σ.μ.1. (Με ποσοτική σημ.) ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω εκδέρω απολεπίζω.2. ξΰνω τρίβω δυνατά.3. ερεθίζω, προκαλώ πόνο.εκφρ.надрать уши – τραβώ τ αφτιά (κατσαδίάζω, τιμωρώ).βγάζω, αφαιρώ•-лось много коры βγήκαν πολλές φλού-λες.
|| μαλώνω, καβγαδίζω πολύ.
См. также в других словарях:
МНОГО — МНОГО, нареч. 1. В большом количестве, очень. « Бедная! Как она мало жила! Как она много любила!» Некрасов. «Много будешь знать скоро состаришься.» (посл.). 2. в знач. числ. (косв. падежами служат соответствующие падежи мн. от многий). Большое… … Толковый словарь Ушакова
много — МНОГО, нареч. 1. В большом количестве, очень. « Бедная! Как она мало жила! Как она много любила!» Некрасов. «Много будешь знать скоро состаришься.» (посл.). 2. в знач. числ. (косв. падежами служат соответствующие падежи мн. от многий). Большое… … Толковый словарь Ушакова
МНОГО — МНОГО, нареч. 1. В большом количестве, очень. « Бедная! Как она мало жила! Как она много любила!» Некрасов. «Много будешь знать скоро состаришься.» (посл.). 2. в знач. числ. (косв. падежами служат соответствующие падежи мн. от многий). Большое… … Толковый словарь Ушакова
много — МНОГО, нареч. 1. В большом количестве, очень. « Бедная! Как она мало жила! Как она много любила!» Некрасов. «Много будешь знать скоро состаришься.» (посл.). 2. в знач. числ. (косв. падежами служат соответствующие падежи мн. от многий). Большое… … Толковый словарь Ушакова
много — Обильно, видимо невидимо, по горло, полон рот, множество, бездна, воз, ворох, гибель, горы, град, громада, груда, дождь, изобилие, кипа, кладезь, целый короб, куча, лес, масса, миллион, мириады, море, обилие, облако, орава, плеяда, поток,… … Словарь синонимов
МНОГО — МНОГО, больше. 1. нареч. и в знач. сказ. Вполне достаточно или в избытке. М. знает. М. народу. Здесь м. интересного. Посетителей м. 2. (дат. по многу), неопред. колич. Большое, достаточное количество. М. лет прошло. По многу раз повторять. 3.… … Толковый словарь Ожегова
Много ТВ — ООО Телесерия ТВ … Википедия
много — Много, напомним, что это слово не сочетается со словами столько и сколько: выражения сколько много и столько много – неправильны; существуют другие и притом абсолютно корректные способы передать эмоциональное отношение к увиденному большому… … Словарь ошибок русского языка
много… — Первая часть составных прил. и отвлеч. сущ., указывающая на то, что качество или предмет, обозначаемые второю частью составного слова, мыслятся в большом количестве, в большой степени, во многих или разных формах, отношениях, напр.… … Толковый словарь Ушакова
Много... — много... Начальная часть сложных слов, вносящая значение сл.: много (многобашенный, многоборье, многовагонный, многовёрстный, многоглазка, многозначность и т.п.). Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
много... — много... Первая часть сложных слов со знач.: 1) много, с большим количеством, напр. многовековой, многозарядный, многокамерный, многоканальный, многомиллионный, многокилометровый, многокрасочный, многоразовый, многотомный, многоснежный,… … Толковый словарь Ожегова