Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

лет

  • 61 юный

    юный
    прил νέος, νεανικός:
    юные годы τά νεανικά χρόνια· с юных лет ἀπ' τά μικρά χρόνια.

    Русско-новогреческий словарь > юный

  • 62 бремя

    -мени ουδ.
    βάρος, φορτίο, άχθος•

    -непосильное βάρος ασήκωτο.

    || μτφ. θλίψη,πίεση•

    бремя лет το βάρος των χρόνων.

    || μτφ. καταπίεση•

    под -ем κάτω από την καταπίεση.

    Большой русско-греческий словарь > бремя

  • 63 буду

    будешь, будет, будем, будете, будут.
    1. μελ. του ρ. быть.
    2. (απλ.)•, χρησιμοποιείται με σημ. ενστ. ты сам от куда будешь? εσύ από που είσαι;
    3. γ’ ενκ. προσ. -ет είναι, είσαι., έχει, έχεις•

    сколько, дедушка, тебе лет? сто -ет? πόσα χρόνια είσαι παππού; Εκατό τάχεις;

    4. γ’ ενκ. προσ.-ет αρκετά, αρκεί, φτάνει•

    -ет, не плачь φτάνει, μην κλαις.

    εκφρ.
    (я) не я буду – κόβω το κεφάλι μου (είμαι απόλυτα πεπεισμένος).

    Большой русско-греческий словарь > буду

  • 64 бурный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    1. θυελλώδης, -δικός, τρικυμιώδης, -σμένος• ορμητικός σφοδρός•

    -ое море τρικυμίασμένη θάλασσα•

    бурный ветер σφοδρός άνεμος.

    2. μτφ. πλήρης γεγονότων, ταραχών•

    -ая жизнь юношеских лет τρικυμιασμένη ζωή των νεανικών χρόνων.

    3. μτφ. ραγδαίος, βίαιος, ακάθεκτος•

    бурный рост ραγδαία ανάπτυξη•

    -ые аплодисменты θυελλώδη χειροκροτήματα.

    Большой русско-греческий словарь > бурный

  • 65 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 66 влепить

    -плю, -пишь, ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα πλάθοντας.
    2. μτφ. κολλώ• χτυπώ με δύναμη•

    он -ил в него снежком του κόλλησε μια χιονόσφαΐρα•

    он -ил ему пощечину του έδοσε (κατάφερε) ένα μπάτσο.

    3. δίνω, βάζω, επιβάλλω•

    -ли ему 8 лет каторги τού ‘δοσαν 8 χρόνια κάτεργα•

    ему -ли четверку по поведению του κόλλησαν διαγωγή „καλή".

    κολλώ, -ιέμαι•

    снежок -лся в стену η χιονόσφαιρα κόλλησε στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > влепить

  • 67 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 68 гак

    α.
    (ναυτ.) γάντζος, άγκιστρο.
    α.
    (απλ.) с -ом πάνω, παραπάνω•

    с тех пор прошло 18 лет с -ом από τότε πέρασαν πάνω από 18 χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > гак

  • 69 год

    -а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.
    1. χρόνος, χρονιά, έτος•

    новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•

    астрономический год αστρικό έτος•

    текущий год το τρέχον έτος•

    солнечный -ηλιακό έτος•

    хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•

    учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•

    урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•

    круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•

    из -а в год από χρόνο σε χρόνο•

    в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•

    в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•

    который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•

    ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•

    через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•

    с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•

    без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•

    год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•

    на год σ’ ένα χρόνο•

    за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•

    с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.

    2. πλθ. -ы δεκαετία•

    шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•

    люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.

    3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•

    детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•

    -ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•

    старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.

    εκφρ.
    он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•
    не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•
    год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί).

    Большой русско-греческий словарь > год

  • 70 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 71 иго

    ουδ.
    ζυγός•

    турецкое иго ο τουρκικός ζυγός•

    иго рабства ο ζυγός της σκλαβιάς•

    сбросить с себя иго αποτινάσσω το ζυγό.

    || παλ. βάρος, φορτίο•

    под -ом лет κάτω από το βάρος των χρόνων.

    Большой русско-греческий словарь > иго

  • 72 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

  • 73 казаться

    кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийся
    ρ.δ.
    1. φαίνομαι• δείχνω•

    -ется весёлым φαίνεται εύθυμος•

    это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•

    он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•

    -ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.

    2. απρόσ. φαίνεται•

    мне -ется μου φαίνεται.

    облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.

    || νομίζω•

    -ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.

    3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.
    εκφρ.
    не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > казаться

  • 74 лето

    ουδ.
    καλοκαίρι, θέρος.
    εκφρ.
    сколько лет, сколько зим (не видались) – χρόνιο: και ζαμάνια (έχουμε να ιδωθούμε).

    Большой русско-греческий словарь > лето

  • 75 малый

    επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.
    1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•

    -ая медведица η μικρή Αρκτος.

    || λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•

    великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.

    || άσημος, απλός, αφανής•

    мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.

    || στενός•

    -ые сапоги μικρές μπότες.

    ουσ. το λίγο•

    довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.

    2. ανήλικος.
    εκφρ.
    с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•
    самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•
    без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•
    малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•
    малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•
    - ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).
    επ.
    1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.
    2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•

    умный ξεφτεράκι.

    3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > малый

  • 76 минуть

    минешь, παρλθ. χρ. минул, -ла, -ло
    προστκ. δεν έχει,• μτχ. παρλθ. χρ. минувший;
    επιρ. μτχ. δεν έχει• ρ.σ.
    1. βλ. миновать (1 σημ.).
    2. παρλθ. χρ. βλ. миновать (3 σημ.).
    3. συμπληρώνω, κλείνω•

    скоро мне минет сорок лет σύντομα θα κλείσω τα σαράντα χρόνια..

    βλ. минуть, миновать.

    Большой русско-греческий словарь > минуть

  • 77 многий

    επ.
    πολύς•

    прошли -ие годы πέρασαν πολλά χρόνια•

    после -их лет μετά από πολλά χρόνια•

    -ие говорят πολλοί λένε•

    прав он во -ом αυτός έχει πολύ δίκιο.

    ουσ. -ое ουδ. πολλά•

    она -ое поняла αυτή πολλά κατάλαβε•

    -ие так думают πολλοί έτσι σκέφτονται.

    εκφρ.
    - ая лета – (εκκλσ.) εις πολλά έτη.

    Большой русско-греческий словарь > многий

  • 78 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 79 нате

    μόριο• να, ορίστε, πάρτε, λάβετε•

    нате вам ваш карандаш ορίστε το μολύβι σας•

    десять лет он не курил, а тут нате вам δέκα χρόνια αυτός δεν κάπνιζε, και τώρα,ορίστε μας (κοιτάξτε τον ή νάτος).

    Большой русско-греческий словарь > нате

  • 80 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

См. также в других словарях:

  • летѣти — Лететь летѣти (3) 1. Нестись по воздуху: Съ зараніа до вечера, съ вечера до свѣта летятъ стрѣлы каленыя. 17. Млъвитъ Гзакъ Кончакови: „Аже соколъ къ гнѣзду летитъ, соколича рострѣляевѣ своими злачеными стрѣлами“. Рече Кончакъ ко Гзѣ: „Аже соколъ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Лет — (осет. Лет)  бывшее село на севере Дзауского района Южной Осетии. Лет  король лангобардов. Лет, Йорген  датский поэт и режиссёр. Помпоний Лет  итальянский гуманист …   Википедия

  • лет — парение, полет, планирование Словарь русских синонимов. лёт см. полёт Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 …   Словарь синонимов

  • летёха — ЛЕТЁХА, и, ЛЕТЁШНИК, а, м. Лейтенант. Из арм …   Словарь русского арго

  • Лет — (Let n(á)rodni podnik) авиастроительная фирма Чехословакии. Образована в 1948. В 50 х гг. выпускала по лицензии учебно тренировочный самолёт Як 11 (под обозначением С 11), самолёты «Аэро» 45 и 145. В дальнейшем разработала и строила самолёт… …   Энциклопедия техники

  • летёха — и, м. lieutenant m. жарг. Армейский лейтенант в Советской армии. Юганов 1997 …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

  • летёха — (вульг.) …   Словарь употребления буквы Ё

  • лет — іменник чоловічого роду …   Орфографічний словник української мови

  • летіти — дієслово недоконаного виду …   Орфографічний словник української мови

  • лет. — лет. летник …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • ЛЕТ — Ленинградский еврейский театр Санкт Петербург Источник: журнал «Жизнь искусства», 1926 г …   Словарь сокращений и аббревиатур

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»