Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

как-то

  • 101 бык

    α.
    βόδι, βούς, ταύρος.
    εκφρ.
    здоров как бык – κατάγερος, υγιέστατος•
    уперся как бык – γινάτωσε σαν το γαϊδούρι.

    Большой русско-греческий словарь > бык

  • 102 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 103 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 104 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 105 грех

    α.
    1. (θρηακ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα•

    впасть в грех πέφτω σε αμαρτία, αμαρταίνω.

    2. πράξη αξιοκατάκριτη•

    -и молодости αμαρτίες της νεανικής ηλικίας.

    εκφρ.
    дурен, как смертный грех – ασχημομούρης, κακομούτσινος, δυσειδέστατος•
    как на грех – σα να τον έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)•
    от -а подальше – μακριά από αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)•
    с -ом пополам – όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσίμα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά•
    что ή нечего -а таить – δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά).

    Большой русско-греческий словарь > грех

  • 106 гром

    α., γεν. πλθ. -ов
    βροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•

    аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.

    εκφρ.
    (как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•
    как -ом пораженный, ошеломленныйκ.τ.τ. εμβρόντητος•
    метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•
    пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα.

    Большой русско-греческий словарь > гром

  • 107 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 108 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 109 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 110 зюзя

    α. κ. θ. (απλ.) στις εκφρ.
    как зюзя ή зюзя-зюзей – εντελώς, τελείως, πέρα για πέρα•
    как зюзя пьяный – τελείως μεθυσμένος (σκνίπα).

    Большой русско-греческий словарь > зюзя

  • 111 иголка

    θ.
    βλ. игла (1,2 σημ.)..
    εκφρ.
    до -и – με το νυ και με το σίγμα, καταλεπτώς, λεπτομερέστατα•
    с -иβλ. с иголочки• как -в стогу (исчезнуть, затерять(ся) ψάχνω βελόνι στ άχυρα (για κάτι που εξαφανίστηκε, χάθηκε)•
    быть (ή сидетьκ.τ.τ.) как на -ах κάθομαι στα βελόνια ή στα καρφιά ή στ αγκάθια (ανησυχώ πολύ, αδημονώ)•
    -и не подпустить ή подточитьπαλ. δε δίνω ούτε την παραμικρή αφορμή.

    Большой русско-греческий словарь > иголка

  • 112 иной

    επ.
    1. άλλος•

    нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•

    не кто иной как κανένας άλλος παρά•

    не что -ое как τίποτε άλλο παρά•

    это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•

    -вид άλλη μορφή (όψη)•

    -ыми словами με άλλα λόγια.

    2. κάποιος, ένας• μερικοί•

    -ые люди μερικοί άνθρωποι•

    -ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•

    в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•

    иной раз άλλη φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > иной

  • 113 картинка

    θ.
    1. υποκορ. της λ. картина.
    2. εικόνα βιβλίου.
    εκφρ.
    модная - – (παλ.) εικόνα μόδας•
    как - ή как на -е – σαν ζωγραφιά (πολύ όμορφος)•
    одет (одетый) по -е – (παλ.) ντυμένος με τη μόδα•
    переводные -и – χαλκομανίες.

    Большой русско-греческий словарь > картинка

  • 114 козёл

    -зла α.
    1. τράγος, τραγί.
    2. αγριόγιδο, αίγαγρος.
    3. είδος χαρτοπαιγνίου και ντόμινου.
    4. μικρό εφαλτήριο, (ξύλο)γαϊδάρα.
    εκφρ.
    козёл отпущения – (για σφάλματα) και τα βαριά και τ αλαφριά τα φορτώνουν στο γάιδαρο•
    пустить -зла в огород – αφήνω το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα•
    как от козла молока; как от -зла ни-шерсти,ни молокаπαρμ. όπως γεννά ο κόκορας τ αυγά•
    драть -злом; -злим петь – (απλ.) τραγουδώ άσχημα, ρεκο!ζω.

    Большой русско-греческий словарь > козёл

  • 115 котёл

    -тли α.
    1. λέβητας, καζάνι•

    паровой котёл ατμολέβητας.

    2. (στρατ.) κλοιός.
    εκφρ.
    атомный котёлβλ. στη λ. реактор• как в - кипеть ή вариться έχω πολλές σκοτούρες•
    с (как) пивной котёл – κεφάλας, κεφάλι σαν καζάνι.

    Большой русско-греческий словарь > котёл

  • 116 кошка

    θ., γεν. πλθ. -шек.
    1. γάτα, γατί, γαλή. || γούνα από δέρμα γάτας.
    2. αιλουροειδές ζώο.
    3. τσιγκέλι, άγκιστρο, συσκευή ανέλκυσης αντικειμένων από το βυθό.
    4. όργανα οδοντωτά (για στερέωση).
    5. είδος πλεχτού μαστιγίου.
    εκφρ.
    знает -, чьё мясо съела – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    как кошка с собакой – σαν η γάτα με το σκυλί (μαλώνουν)•
    как угорелая кошка – σε έξαλλη κατάσταση•
    -и скребут на душе ή на сердце – σπαράζει (ραγίζεται) η καρδιά, λυπούμαι κατάκαρδα•
    чёрная кошка пробежав ή проскочила между кем – λογομάχησαν, φιλονίκησαν•
    - и-мышки – η γάτα και το ποντίκι (παιγνίδι).
    θ.
    βυθός αμμώδης ή χαλικώδης.

    Большой русско-греческий словарь > кошка

  • 117 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 118 курица

    -ы, πλθ. курицы κ. куры θ. κότα, όρνιθα. || το θηλυκό των ορνιθοειδών.
    εκφρ.
    (как) мокрая курица – α) σαν τη βρεγμένη γάτα. β) άβουλος άνθρωπος•
    слепая курица – (μτφ.) μύωπας, κοντόφθαλμος•
    писать, как курица лапой – γράφω σαν τα ορνιθοσκαλίσματα (πολύ άσχημα και δυσανάγνωστα)•
    - ам на смех – δε γελάτε κότες (για κάτι πολύ κουτό).

    Большой русско-греческий словарь > курица

  • 119 ладан

    α.
    λιβάνι•

    росный ладан μοσχολίβανο, βενζόιο.

    εκφρ.
    бежать как чёрт от -а – φεύγω σαν ο διάβολος από το λιβάνι•
    бояться как чёрт -а – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι.

    Большой русско-греческий словарь > ладан

  • 120 лучше

    συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•

    жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•

    старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•

    мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•

    лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•

    лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.

    εκφρ.
    как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•
    тем лучше – ακόμα καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > лучше

См. также в других словарях:

  • как бы — как бы …   Орфографический словарь-справочник

  • как же — как же …   Орфографический словарь-справочник

  • как же-с — как же с …   Орфографический словарь-справочник

  • как же-с — (как же) …   Орфографический словарь русского языка

  • как — КАК. 1. нареч. вопросительное. Обозначает вопрос об обстоятельствах, образе, способе действия, в знач.: каким образом? Как вы сюда попали? Как пройти на Мясницкую? Как вы нашли нас в толпе? || Обозначает вопрос о качестве действия или состояния,… …   Толковый словарь Ушакова

  • КАК — КАК. 1. нареч. вопросительное. Обозначает вопрос об обстоятельствах, образе, способе действия, в знач.: каким образом? Как вы сюда попали? Как пройти на Мясницкую? Как вы нашли нас в толпе? || Обозначает вопрос о качестве действия или состояния,… …   Толковый словарь Ушакова

  • как — КАК. 1. нареч. вопросительное. Обозначает вопрос об обстоятельствах, образе, способе действия, в знач.: каким образом? Как вы сюда попали? Как пройти на Мясницкую? Как вы нашли нас в толпе? || Обозначает вопрос о качестве действия или состояния,… …   Толковый словарь Ушакова

  • как — I. местоим. нареч. 1. Каким образом. Как я узнаю твой новый адрес? Как это случилось? Как вы поживаете? Вот как надо делать. / (в вопросит. предл.). в функц. сказ. Как (вас, тебя) зовут? Как (ваша, твоя) фамилия? 2. В какой степени, насколько.… …   Энциклопедический словарь

  • КАК — 1. местоим. и союзн. То же, что каким образом (см. образ 1). К. вы поживаете? К. это случилось? Забыл, к. это делается. Вот к. надо делать. Видел, к. ты бежал. 2. местоим. и союзн. В какой степени, насколько. К. недавно это было? К. далеко нужно… …   Толковый словарь Ожегова

  • КАК — нареч. вопрос о качествах и обстоятельствах чего либо; | выраженье подобия, сравненья, удивленья, сомненья; | когда. Как это сталось? Как нам быть? А как вам угодно. Как (сколь) далеко отсюда до Москвы? Как бы не было худа. Он глуп, как пень. Бел …   Толковый словарь Даля

  • КАК — нареч. вопрос о качествах и обстоятельствах чего либо; | выраженье подобия, сравненья, удивленья, сомненья; | когда. Как это сталось? Как нам быть? А как вам угодно. Как (сколь) далеко отсюда до Москвы? Как бы не было худа. Он глуп, как пень. Бел …   Толковый словарь Даля

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»