-
1 изморось
изморось 1-и θ.ψιχάλα πολύ λεπτή.изморось 2ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измбтанный, βρ: -тан, -а, -оκαταπονώ, κατακουράζω, τσακίζω, εξαντλώ•утомительная работа -ла его η κουραστική δουλειά τον εξάντλησε•
изморось врага в боях εξαντλώ τον εχθρό με τις μάχες.
καταπονούμαι, εξαντλούμαι, κατακουράζομαι.