Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

дождь

  • 61 град

    α.
    1. χαλάζι•

    дождь с -ом βροχο-χάλαζο•

    град идет πέφτει (ρίχνει) χαλάζι•

    побитый -ом χαλαζοχτυπημένος, βλαμμένος από το χαλάζι•

    град величиною с орех χαλάζι ίσαμε καρύδι.

    2. μτφ. πλήθος, αφθονία•

    град насмешек απανωτές κοροϊδίες•

    пот катился -ом πήγαινε (έτρεχε) ο ιδρώτας ποτάμι•

    пули сыпались-ом οι σφαίρες έπεφταν βροχή•

    град палочных ударов βροχή ξυλοκοπημάτων.

    α.
    βλ. город.

    Большой русско-греческий словарь > град

  • 62 грибной

    επ.
    του μανιταριου• μανιταρένιος, -ίσιος, από μανιτάρια•

    грибной запах οσμή μανιταριού•

    -ая шапка το κεφάλι του μανιταριου•

    грибной суп μανιταρόσουπα.

    εκφρ.
    грибной дождь – ήλιος και βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > грибной

  • 63 грянуть

    ρ.σ. βροντώ, αναβροντώ, κροτώ απότομα, μπουμπουνίζω, αντηχώ ξαφνικά•

    -ул гром μπουμπούνισε ξαφνικά•

    -ул выстрел αντήχησε ξαφνικά πυροβολισμός•

    -ла музыка ξαφνικά και δυνατά αντήχησε η μουσική.

    || μτφ. ξεσπώ• ανάβω• εκδηλώνομαι βίαια κ. απρόοπτα•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ул бой άναψε η μάχη•

    -ул дождь ξαφνικά ε’βρεξε δυνατά.

    πέφτω με κρότο, με γδούπο, βροντοκοπώ, σωριάζομαι με κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > грянуть

  • 64 если

    σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•

    если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•

    в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•

    если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•

    если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•

    если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•

    если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•

    если бы только знал μόνο να το ήξερα•

    если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•

    -ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•

    если только не μόνο αν, εκτός αν•

    он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•

    придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•

    если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•

    если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•

    если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•

    что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•

    если только αρκεί μόνο.

    Большой русско-греческий словарь > если

  • 65 жарить

    ρ.δ.
    1. μ. τηγανίζω, τσιγαρίζω• καβουρδίζω, γιαχνίζω•

    жарить картошку на масле τηγανίζω πατάτες με λάδι•

    жарить рыбу τηγανίζω ψάρια.

    || ψήνω•

    жарить семечки ψήνω σπόρια.

    2. καίω, θερμαίνω δυνατά•

    солнце -ит ο ήλιος ψένει.

    3. μ. υπερθερμαίνω, πυρακτώνω, κορώνω.
    4. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί των αντίστοιχων ρημάτων με σημασία επιτακτική: -ит дождь βρέχει δυνατά•

    жарить наизусть αποστηθίζω καλά•

    -ли его розгами τον χτύπησαν γερά μέ τις βέργες•

    жарить в гармонике παίζω πολύ στη φυσαρμόνικα•

    жарь в аптеку τρέξε γρήγορα στο φαρμακείο•

    так и -ит книгу за книгой καταβροχθίζει τα βιβλία το, ένα κοντά τ’ άλλο.

    1. ψήνομαι• καβουρδίζομαι. || τηγανίζομαι, τσίτ γαρίζομαι.
    2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (στον ήλιο, φωτιά κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > жарить

  • 66 ждать

    жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•

    -поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•

    жди меня περίμενε με•

    ждать письмо περιμένω γράμμα•

    ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•

    -удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•

    ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•

    он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•

    ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•

    что ждет меня? τι με περιμένει;•

    ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.

    2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•

    мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•

    он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.

    εκφρ.
    время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•
    ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•
    того и жди – αυτό και να περιμένεις.

    Большой русско-греческий словарь > ждать

  • 67 закапать

    -аю, -аешь и. παλ. -плю, -плешь;
    ρ.σ.μ.
    1. λερώνω με σταλαματιές.
    2. στάζω, ρίχνω σταγόνες•

    закапать лекарство в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.

    3. αρχίζω να στάζω, να στα-λαματίζω•

    слезы -ли из глаз δάκρυα άρχισαν να στάζουν από τα μάτια•

    дождь -ал άρχισε να βρέχει (να πέφτουν σταλαματιές βροχής).

    λερώνομαι με σταλαματιές.

    Большой русско-греческий словарь > закапать

  • 68 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 69 звёздный

    επ.
    1. αστρικός, άστρινος•

    звёздный свет αστροφεγγιά.

    2. έναστρος, αστεροπληθής, -βριθής, αστερόεις•. -ое нбо έναστρος ουρανός.
    εκφρ.
    звёздный год – αστρικό έτος•
    звёздный дождь – βροχή διαττόντων αστέρων.

    Большой русско-греческий словарь > звёздный

  • 70 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 71 капать

    -аю, -аешь
    κ. παλ. -плю, -плешь, капай,
    επιρ. μτχ. капая
    ρ.δ.
    1. στάζω, σταλάζω•

    из глаз у не -ли слёзы από τα μάτια της έσταζαν δάκρυα•

    дождь -лет πέφτουν σταλαματιές βροχής!•

    крыша -лет η στέγη στάζει.

    2. ρίχνω σταγόνες•

    капать лекарство в рюмку ρίχνω σταγόνες φάρμακο στο ποτηράκι.

    || χύνω•

    не капай вином на скатерть μη χύνεις κρασί στο τραπεζομάντηλο.

    3. απρόσ. σταλαματίζει.
    εκφρ.
    не -лет над нами – δε μας βιάζει ή δε μας κυνηγάει κανένας.

    Большой русско-греческий словарь > капать

  • 72 косой

    επ., βρ: кос, коей, косо.
    1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•

    -ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•

    косой дождь λοξή βροχή•

    косой почерк πλάγια γραφή.

    2. στραβός, σκεβρός.
    3. βλ. косоглазый.
    4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•

    косой взгляд λοξή ματιά.

    5. (απλ.) ουσ, λαγός.
    εκφρ.
    косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•
    косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•
    косой угол – οξεία γωνία•
    косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•
    -ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας.

    Большой русско-греческий словарь > косой

  • 73 крапать

    -аю, -аешь κ. -плю, -плешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крапленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. σταλάζω, πέφτω κατά σταγόνες•

    дождь -плет πέφτουν σταλαματιές βροχής.

    || ραντίζω, ραίνω.

    Большой русско-греческий словарь > крапать

  • 74 кратковременный

    επ., βρ: -менен, -менна, -менно
    ολιγόχρονος, -ρόνιος, βραχύχρονος, -ρόνιος•

    -ое пребывание βραχύχρονη παραμονή.

    || παροδικός, διαβατικός•

    кратковременный дождь παροδική βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > кратковременный

  • 75 лупить

    луплю, лупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лупленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. (απλ.)
    1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, απολεπίζω•

    лупить кору с липы βγάζω τη φλούδα από τη φλαμουριά•

    лупить лыко βγάζω τη φλούδα.

    2. μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω•

    лупить втридорога παίρνω πανάκριβα.

    3. τρέχω γρήγορα, σπεύδω•

    -и за ним вдогонку τρέχα γρήγορα να τον φτάσεις.

    4. δέρνω, χτυπώ.
    5. χρησιμοποιείται αντί άλλου ρήματος και προσδίδει σημασίες: γερά, δυνατά, έντονα κλπ. дождь не идёт, а как говориться -ит во всю ночь δε βρέχει, αλλά όπως λένε, ρίχνει με το ασκί (τουλούμι, τσουβάλι) ή ρίχνει καρεκλοπόδαρα όλη τη νύχτα.
    εκφρ.
    глаза – γουρλώνω τα μάτια.
    ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι. || πέφτω, τρίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лупить

  • 76 мелкий

    επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.
    1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•

    мелкий песок ψιλός άμμος•

    мелкий дождь ψιλή βροχή•

    мелкий снег κοκκορόχιονο;

    μικρός, ολιγάριθμος•

    -ие группы μικρές ομάδες.

    2. μικρού μεγέθους•

    -ая рыба μικρό ψάρι•

    -ие орехи μικρά καρύδια•

    -ие кусочки μικρά κομματάκια•

    -ие морщины μικρές ρυτίδες•

    мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•

    -ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•

    мелкий мещанин μικροαστός•

    мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•

    -ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•

    мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий

    мелкий торговля το μικρεμπόριο.
    3. αβαθής, ρηχός•

    -ая река άβαθο ποτάμι•

    -ая тарелка ρηχό πιάτο.

    εκφρ.
    - ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•
    - ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο.

    Большой русско-греческий словарь > мелкий

  • 77 моросить

    -йт
    ρ.δ. ψιλοβρέχω, ψιχαλίζω•

    на двор -ит στην αυλή ψιχαλίζει•

    дождь -ит ρίχνει ψιλή βροχή, ψιχαλίζει.

    Большой русско-греческий словарь > моросить

  • 78 накрапывать

    ρ.δ.
    σταλαματίζω•

    -ает дождь πέφτουν σταλαματιές βροχής.

    Большой русско-греческий словарь > накрапывать

  • 79 неволя

    θ.
    1. σκλαβιά, δουλεία, ειλωτία• αιχμαλωσία•

    бежать из -и φεύγω (δραπετεύω) από τη σκλαβιά.

    2. (απλ.) ανάγκη, καταναγκασμός σφίξη•

    горькая неволя αδυσώπητη ανάγκη•

    что за неволя ехать в такой дождь τι ανάγκη υπάρχει να πάμε με τέτοια βροχή.

    3. ως επίρ. παλ. -ей, -его βλ. невольно.

    Большой русско-греческий словарь > неволя

  • 80 неуёмный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно
    ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτος• συνεχής, διαρκής•

    вчера шёл неуёмный дождь χτες έβρεχε ασταμάτητα•. -ая боль ασταμάτητος πόνος.

    || ακούραστος, ασίγαστος, αεικίνητος.

    Большой русско-греческий словарь > неуёмный

См. также в других словарях:

  • дождь — дождь, я …   Русский орфографический словарь

  • дождь — дождь/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • ДОЖДЬ — ДОЖДЬ, дождик, дожж, дожжик, дозжик муж. вода в каплях или струями из облаков. (Древнее дежгь; дежгем, дождем; дежгевый, дождевой; дежгити, одождить). Ситничек, самый мелкий дождь; ливень, проливной, самый сильный; косохлест, подстега, косой… …   Толковый словарь Даля

  • дождь — (дождик, дождище), ливень, проливень; слякоть; (простон. ) ситничек, дряпня, косохлест. Дождь грибной, крупный, мелкий, обложной, проливной, тропический, частый. Дождь идет, моросит, накрапывает, льет (ливмя льет, льет как из ведра), не перестает …   Словарь синонимов

  • дождь — сущ., м., употр. часто Морфология: (нет) чего? дождя, чему? дождю, (вижу) что? дождь, чем? дождём, о чём? о дожде; мн. что? дожди, (нет) чего? дождей, чему? дождям, (вижу) что? дожди, чем? дождями, о чём? о дождях 1. Дождь это атмосферные осадки …   Толковый словарь Дмитриева

  • дождь — я; м. 1. Атмосферные осадки, выпадающие из облаков в виде капель воды. Тёплый летний д. Сильный д. Проливной д. (очень сильный). Грибной д. (дождь с солнцем, после которого, по народным приметам, обильно растут грибы). Д. идёт. Д. моросит, льёт.… …   Энциклопедический словарь

  • дождь — (1): Другаго дни велми рано кровавыя зори свѣтъ повѣдаютъ; чръныя тучя съ моря идутъ, хотятъ прикрыти д̃ солнца, а въ нихъ трепещуть синіи млъніи. Быти грому великому, итти дождю стрѣлами съ Дону Великаго. Ту ся копіемъ приламати, ту ся саблямъ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • ДОЖДЬ — ДОЖДЬ, дождя (дощь, дожьжя), муж. 1. Род атмосферных осадков в виде водяных капель. Проливной дождь. 2. перен. Поток сыплющихся во множестве мелких частиц (книжн.). Дождь искр. Звездный дождь. || перен. Множество, непрерывное обилие (книжн.).… …   Толковый словарь Ушакова

  • дождь — жидкие осадки, выпадающие из облаков в виде капель диаметром 0,5 мм и больше. Следует отличать дождь от мороси, имеющей меньшие размеры капель. Во внетропических широтах дожди чаще образуются при таянии ледяных кристаллов, выпадающих из облаков… …   Географическая энциклопедия

  • ДОЖДЬ — ДОЖДЬ, я, муж. 1. Атмосферные осадки в виде водяных капель, струй. Идёт д. Осенние дожди. Проливной д. Д. льёт как из ведра. 2. перен. О чём н. падающем во множестве. Искры сыплются дождём. Д. конфетти. • Звёздный (метеорный) дождь появление в… …   Толковый словарь Ожегова

  • дождь — алмазный (Бальмонт); безотрадный (Полежаев); беспощадный (Бальмонт); бойкий (Максимов); благодатный (Коринфский); веселый (Бальмонт); вялый (Бальмонт); густой (Дмитриева); докучный (Белоусов, Серафимович); животворящий (Вейнберг); затяжной… …   Словарь эпитетов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»