Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+дорогу

  • 41 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 42 грудь

    -и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. στήθος, στέρνο• θώρακας.
    2. μαστός, βυζί, στήθος•

    кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•

    дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•

    отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.

    3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.
    εκφρ.
    грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•
    - ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•
    стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας).

    Большой русско-греческий словарь > грудь

  • 43 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 44 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 45 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 46 завеять

    -веет
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώντας παρασύρω, σκεπάζω•

    метель -ла дорогу η χιονοθύελλα σκέπασε το δρόμο.

    2. παρασύρω μακριά (για άνεμο).
    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    αρχίζω να φυσώ.

    Большой русско-греческий словарь > завеять

  • 47 заградить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загражденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    φράζω, (παρ)εμποδίζω, (παρα)κωλύω• κλείνω•

    заградить дорогу φράζω το δρόμο•

    заградить проход εμποδίζω το πέρασμα (δίοδο).

    Большой русско-греческий словарь > заградить

  • 48 загромоздить

    -зжу, -здишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загроможденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. φράζω, εμποδίζω το πέρασμα, κλείνω (με πολλά και χοντρά πράγματα)• επισωρεύω•

    -дорогу φράζω το δρόμο•

    загромоздить комнату мебелью κλείνω το δωμάτιο με έπιπλα.

    || μτφ. επιφορτίζω, παραφορτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > загромоздить

  • 49 заказать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραγγέλλω (ένδυμα, υποδήματα κ.τ.τ.).
    δίνω εντολή, εντέλλομαι.
    2. (παλ. κ. απλ.) απαγορεύω.
    εκφρ.
    заказать путь ή дорогу – κλείνω (εμποδίζω) το δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > заказать

  • 50 закатать

    ρ.σ.μ.
    1. τυλίγω κυλώντας•

    закатать за-чинку в тесто τυλίγω παραγέμι,σμα σε ζυμαρόφυλλο.

    2. ανασκουμπώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω. || περιτυλίγω.
    3. ισοπεδώνω•

    закатать дорогу ισοπεδώνω το δρόμο.

    4. (απλ.) στέλλω•

    закатать в тюрьму, в каторгу στέλλω στη φυλακή, στα κάτεργα.

    5. κατακουράζω με την αμαξάδα.
    6. αρχίζω να κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. κ. катать.
    1. αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι επάνω.
    2. με τραβά, μου αρέσει η αμαξάδα• κουράζομαι από την πολλή αμαξάδα.
    3. αρχίζω να κυλιέμαι κλπ. ρ. βλ. кататься.

    Большой русско-греческий словарь > закатать

  • 51 заметить

    -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•

    заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.

    || ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•

    он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.

    2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•

    дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).

    3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.
    εκφρ.
    дать заметитьπαλ. δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > заметить

  • 52 заправить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. διευθετώ, τακτοποιώ, συμμαζεύω•

    заправить рубашку в брюки βάζω το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι•

    заправить брюки в сапоги βάζω τα πατζάκια στις μπότες.

    2. ксс-ρυκεύω, αρταίνω.
    3. εχοιμάζω•

    заправить швейную машину ετοιμάζω τη ραφτομηχανή (για ράψιμο)•

    -машину ετοιμάζω το αυτοκίνητο (για εκκίνηαη).

    εκφρ.
    заправить койку – συγυρίζω το κρεβάτι.
    1. εφοδιάζομαι, με καύσιμη ύλη•

    заправить бензином ρίχνω βενζύνη (στη μηχανή).

    2. τρώγω και. πίνω καλά• προετοιμάζομαι,• хррошо заправить на дорогу τρώγω και πύνω καλά πριν να πάρω δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > заправить

  • 53 заслонить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслоненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -ла солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    || εμποδίζω, φράζω, κλείνω•

    заслонить дорогу κλείνω το δρόμο.

    || προφυλάσσω•

    заслонить от ветра προφυλάσσω από τον άνεμο.

    2. μτφ. επισκιάζω, επισκοτίζω, βάζω σε δεύτερη μοίρα• ξεχνώ για λίγο.
    καλύπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заслонить

  • 54 заступить

    -ушло, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. (παλ. κ. απλ.) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, αναπληρώνω.
    2. αρχίζω, πιάνω (εργασία,υπηρεσία).
    3. πατώ με το πόδι. заступить μπαίνω, εισέρχομαι, εισδύω.
    5. υπερασπίζω, υποστηρίζω.
    εκφρ.
    заступить дорогу кому – κλείνω το δρόμο σε κάποιον, εμποδίζω.
    υπερασπίζομαι κάποιον, υποστηρίζω, παίρνω το μέρος κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заступить

  • 55 избить

    изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δέρνω,, χτυπώ•

    избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.

    2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•

    ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.

    3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•

    -ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.

    1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•

    падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.

    2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > избить

  • 56 изъездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιέρχομαι, περιοδεύω, γυρίζω (με μεταφορικό μέσο).
    2. φθείρω, καταστρέφω, χαλνώ•

    изъездить дорогу χαλνώ το δρόμο με την κίνηση τροχοφόρων•

    изъездить бричку αχρηστεύω το κάρο με τη συχνή χρήση.

    αχρηστεύομαι, χαλνώ•

    дорога -лась ο δρόμος χάλασε από την κίνηση των τροχοφόρων.

    Большой русско-греческий словарь > изъездить

  • 57 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 58 осветить

    -ещу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освещенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως•

    луна -ла поля το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια•

    осветить фана-рм дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο•

    улыбка -ла его лицо το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του.

    2. μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω διευκρινίζω.
    1. φωτίζομαι.
    2. μτφ. λάμπω•

    его лицо -лось радостью το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > осветить

  • 59 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 60 перекопать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. перекопанный, βρ: -пан, -а, -о.
    1. ανασκάβω.
    2. ξανασκάβω.
    3. κόβω σκάβοντας εγκαρσίως•

    перекопать дорогу σκάβω το δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > перекопать

См. также в других словарях:

  • дорогу — посторонись, отойди, с дороги, поди, в сторону, отвали Словарь русских синонимов. дорогу нареч, кол во синонимов: 6 • в сторону (20) • …   Словарь синонимов

  • дорогу́ша — и, м. и ж. разг. Употребляется как дружески фамильярное обращение. Как то Андрею позвонил заместитель управляющего Ивин. Лобанов, дорогуша, пришли ко мне домой кого нибудь из твоих мальчиков приемничек мой чего то скис. Гранин, Искатели …   Малый академический словарь

  • ПЕРЕБЕГАТЬ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПЕРЕБЕЖАТЬ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПЕРЕЙТИ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПЕРЕХОДИТЬ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • УСТУПАТЬ ДОРОГУ — кто кому Отойдя на задний план, предоставлять возможность продвинуться, добиться цели. Подразумевается, что кто л. осуществлял какую л. деятельность, занимал определённый пост и под. или имел право на это. Имеется в виду, что лицо или группа лиц… …   Фразеологический словарь русского языка

  • УСТУПИТЬ ДОРОГУ — кто кому Отойдя на задний план, предоставлять возможность продвинуться, добиться цели. Подразумевается, что кто л. осуществлял какую л. деятельность, занимал определённый пост и под. или имел право на это. Имеется в виду, что лицо или группа лиц… …   Фразеологический словарь русского языка

  • Лучше бы я никогда не ездил на канатную дорогу — Эпизод «Южного парка» Лучше бы я никогда не ездил на канатную дорогу I Should Have Never Gone Ziplining Сезон: Сезон 16 Эпизод: 1606 (#229) Сценарист: Трей Паркер Режиссёр …   Википедия

  • РАСЧИСТИТЬ ДОРОГУ — кто кому, для кого, к чему Создавать условия, устранять препятствия. Подразумевается изначальное наличие каких л. препятствий. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами, одним видом деятельности лиц (X) убирает помехи,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • РАСЧИЩАТЬ ДОРОГУ — кто кому, для кого, к чему Создавать условия, устранять препятствия. Подразумевается изначальное наличие каких л. препятствий. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами, одним видом деятельности лиц (X) убирает помехи,… …   Фразеологический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»