Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

вас

  • 81 близко

    επίρ.
    πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    я живу близко от вас εγώ ζω κοντά σε σας•

    близко познакомиться να γνωριστούμε από κοντά•

    город близко η πόλη είναι κοντά.

    || μτφ. περίπου, γύρω, πάνω-κάτω•

    ей близко к сорока годам αυτή κόντευει τα σαράντα.

    Большой русско-греческий словарь > близко

  • 82 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 83 вместо

    πρόθ.
    αντί, στη θέση, σε αντικατάσταση•

    вместо меня αντί εμένα, αντί για μένα•

    вместо тебя (его, ее, вас, их κλπ.) αντί για σένα (αυτόν, αυτήν, σας, αυτούς)•

    идти вместо меня πήγαινε αντί για μένα•

    вместо того, чтобы.... αντί (για) να....

    Большой русско-греческий словарь > вместо

  • 84 вылитый

    επ. από μτχ.
    πανόμοιος, ίδιος, απαράλλαχτος•
    - отец αμέσως σας γνώρισα, ίδιος πατέρας.

    Большой русско-греческий словарь > вылитый

  • 85 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 86 давненько

    επίρ.
    έχω καιρό•

    давненько я у вас не был καιρό έχω να σας επισκεφτώ.

    Большой русско-греческий словарь > давненько

  • 87 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 88 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 89 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 90 для

    πρόθ. με γεν.
    1. για, δια•

    для детей για τα παιδιά•

    для взрослых για τους ενήλικους.

    || υπέρ, χάριν•

    для бедных για τους φτωχούς, υπέρ των φτωχών•

    я это делаю только для вас αυτό το κάνω μόνο για (χάριν) εσάς•

    каждый -себя καθένας για τον εαυτό του.

    2. (σκοπό), προορισμό) για, δια•

    всё для победы Ολα για τη νίκη•

    для нажива για το κέρδος•

    альбом для рисования τετράδιο ιχνογραφίας•

    ящик для писем γραμματοκιβώτιο•

    книга для детей παιδικό βιβλίο.

    3. όσον αφορά, ως προς•

    вредно для детей είναι βλαβερό για τα παιδιά•

    полезно здоровья είναι ωφέλιμο για την υγεία•

    для меня время дорого για μένα ο χρόνος είναι πολύτιμος.

    4. με την ευκαιρία•

    угостить- праздника κερνώ για τη γιορτή.

    εκφρ.
    для радиβλ. для; не для чего δεν υπάρχει λόγος για να•
    не для чего торопиться – δεν υπάρχει λόγος για να βιαστώ.

    Большой русско-греческий словарь > для

  • 91 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 92 довезти

    -везу, -везшь; παρλθ. χρ. довз, -везла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. довезнный, -зн, -зена, -везено
    ρ.σ.μ.
    φέρω, μεταφέρω ως (γιά μετάβαση)•

    автобус -везт вас до самого вокзала το λεωφορείο θα σας μεταφέρει ως το σιδηροδρομικό σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > довезти

  • 93 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 94 дольше

    συγκρ. β. του επ. долгий κ. του επίρ. долго μακρύτερος, πιο μακρύς• περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο ; μακριά, μακρύτερα•

    этот путь дольше того αυτός ο δρόμος είναι μακρύτερος από εκείνον•

    я вас в этом доме живу α' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό από σας.

    Большой русско-греческий словарь > дольше

  • 95 дома

    επίρ.
    στο σπίτι•

    никого нет дома κανένας δεν είναι στο σπίτι•

    когда вас можно застать дома πότε μπορώ να! σας βρω στο σπίτι.

    εκφρ.
    как дома – όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, άνετα)•
    его нет дома – αυτός δεν είναι στο σπίτι•
    в гостях хорошо, а дома лучшеπαρμ. σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος άριστος (αρχ.)• у него не всё дома αυτός δεν είναι στα καλά του (λογικά του).

    Большой русско-греческий словарь > дома

  • 96 доставать

    -стаю, -сташь, προστκ. -ставай, επίρ. μτχ. -ставая
    βλ. достать παραδείγματα με το αρνητικό μόριο не: у него не -т терпения αυτός δεν έχει υπομονή•

    нам не -ло вас сегодня μόνο εσείς λείπατε σήμερα•

    итого только не -ло αυτό ακόμα δεν έφτανε.

    βλ. достаться.

    Большой русско-греческий словарь > доставать

  • 97 доставить

    -авлга, -авишь ρ.σ.μ.
    1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω (στον προορισμό)•

    я на автомобиле -авлю вас домой θα σας μεταφέρω με το αυτοκίνητο στο σπίτι.

    || παραδίδω, εγχειρίζω. || εφοδιάζω, παρέχω• προσφέρω, δίνω•

    -сведения παρέχω πληροφορίες•

    он -ил мне м-сто αυτός μου πρόσφερε θέση (υπηρεσιακή).

    2. προξενώ, προκαλώ•

    доставить горе προξενώ θλίψη•

    удовольствие προξενώ ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > доставить

  • 98 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 99 забросать

    1. ρ.σ.μ. ρίχνω, γεμίζω με•

    забросать ров землей γεμίζω την τάφρο με χώμα.

    || βάζω, θέτω•

    докладчика -ли вопросами στον ομιλητή έπεφταν βροχή οι. ερωτήσεις•

    -ал вас письмами σας έστειλα ένα σωρό γράμματα (πάρα πολλά).

    2. ρ.σ. αρχίζω να ρίχνω.
    αρχίζω να ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > забросать

  • 100 зависеть

    -вишу, -висишь
    ρ.δ. εξαρτιέμαι•

    ото -ит от обстоятельств αυτό εξαρτιέται απο τις περιστάσεις•

    я ни от кого не -шу δεν εξαρτιέμαι από κανένα•

    только от вас -ит μόνο από σας εξαρτιέται•

    я сделал все, что от меня -ло έκανα παν ό,τι περνούσε από το χέρι μου.

    Большой русско-греческий словарь > зависеть

См. также в других словарях:

  • ВАС — Верховный административный суд Литва Источник: http://www.regnum.ru/expnews/252236.html ВАС Военная академия связи ВС РФ воен., образование и наука, РФ, связь Словарь: Словарь сокращений и аббревиатур армии и спецслужб. Сост. А. А. Щелоков. М.:… …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • Вас — Вас, Роберт У этого термина существуют и другие значения, см. Вас (значения). Роберт Вас (фр. Robert Wace)  знаменитый нормандский поэт XII века, называемый иначе Vace, Vaice, Gace, Uiotace (уменьшительные от Eustache) …   Википедия

  • ВАС — см. Вы. * * * ВАС ВАС (Wace) (ок. 1100 после 1174), нормандский поэт при дворе английского короля Генриха II (см. ГЕНРИХ II Плантагенет (английский король)). Автор стихотворных романов «Деяния нормандцев» («Роман о Ру») и «Деяния бриттов»… …   Энциклопедический словарь

  • ВАС РФ — ВАС ВАС РФ Высший арбитражный суд Российской Федерации http://www.arbitr.ru/​ организация, РФ ВАС Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • вас — ВАС. род., вин. и пред. от вы. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • вас — вы, вам Словарь русских синонимов. вас сущ., кол во синонимов: 2 • вам (2) • вы (3) …   Словарь синонимов

  • вас — вас, о в ас и Вас,о В ас, местоим. (см. вы) …   Русский орфографический словарь

  • Васёна — 1) ы, жен. Разг. к (см. Василиса).2) ы, жен. Разг. к (см. Васса). Словарь личных имён …   Словарь личных имен

  • васёк — ВАСЁК, ська, ВАСИК1, а, ВАСЬКА, и, ВАСЯ, и, м, собств. Храм Василия Блаженного …   Словарь русского арго

  • Васёня — Василий, Василиса, Васса Словарь русских личных имен. Н. А. Петровский. 2011 …   Словарь личных имен

  • васёк — (БСРЖ) …   Словарь употребления буквы Ё

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»