Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ая+болезнь

  • 81 опасный

    επ., βρ: -сен, сна
    -оно
    επικίνδυνος•

    опасный путь επικίνδυνος δρόμος•

    -ое предприятие επικίνδυνο επιχείρημα (εγχείρημα).

    || σοβαρός, κρίσιμος βαρύς•

    -ая болезнь βαριά άρρωστεια•

    опасный больной ο βαριά άρρωστος.

    Большой русско-греческий словарь > опасный

  • 82 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 83 острозаразный

    επ.
    πολύ μεταδοτικός, μολυσματικός•

    -ая болезнь πολύ μεταδοτική ασθένεια.

    Большой русско-греческий словарь > острозаразный

  • 84 падучий

    επ.
    1. παλ. που πέφτει, πέφτων.
    2. ως ουσ. θ. -ая
    επιληψία, σεληνιασμός.
    εκφρ.
    - ая болезнь – επιληψία, σεληνιασμός.

    Большой русско-греческий словарь > падучий

  • 85 паразитарный

    επ. (γραπ. λόγος) παρασιτικός•

    -ая болезнь παρασιτική νόσος•

    -ое существование παρασιτική ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > паразитарный

  • 86 перекосить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κοσίζω θερίζω (όλο, όλα). || μτφ. εξοντώνω, καταστρέφω, εξολοθρεύω•

    болезнь -ла много кроликов η άρρωστεια θέρισε πολλά κουνέλια•

    перекосить пулемтным огнём θερίζω με το πολυβόλο.

    ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе-рекосить1) • στραβώνω, σκεβρώνω;
    τοποθετώ λοξά. || συσπώ, παραμορφώνω.
    στραβώνω, σκεβρώνω•

    дверь -лась η πόρτα στράβωσε.

    || λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω. || συσπώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перекосить

  • 87 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

  • 88 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 89 подточить

    ρ.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω ακόμα, πιο πολύ. || βλάπτω, φθείρω, τρώγω, διαβιβρώ-σκω•

    вода реки -ла скалистый берег το νερό του ποταμίου έφαγε τη βραχώδη όχθη•

    болезнь -ла его τον έφαγε η αρρώστεια•

    упало яблоко подточенное червем έπεσετα μήλο σκουληκοφαγωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > подточить

  • 90 постигнуть

    κ. постичь
    -стигну, -стиг-нешь, παρλθ. χρ. постиг κ. παλ. постигнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. постигший κ. постигнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. постигнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. συλλαμβάνω, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι μπαίνω, υπεισέρχομαι•

    постигнуть тайны природы μπαίνω ατοί μυστικά της φύσης•

    постигнуть дух μπαίνω στο πνεύμα•

    он -ул ваши намерения αυτός κατάλαβε τις διαθέσεις σου.

    2. συμβαίνω με βρίσκει•

    его -ло несчастье τον βρήκε δυστύχημα•

    его -ла болезнь τον βρήκε αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > постигнуть

  • 91 почечный

    επ.
    του οφθαλμού (του φυτού).
    επ.
    νεφριτικός, των νεφρών•

    -ая болезнь αρρώστια των νεφρών. -ые камни οι νεφρόλιθοι.

    Большой русско-греческий словарь > почечный

  • 92 предупредить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предупрежденный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. προειδοποιώ•

    он вас -ил αυτός σας προειδοποίησε.

    2. προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•

    предупредить болезнь προλαβαίνω την ασθένεια•

    преступление αποτρέπω έγκλημα.

    3. ξεπερνώ,υπερβάλλω. || προμαντεύω, προνοώ.

    Большой русско-греческий словарь > предупредить

  • 93 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 94 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 95 приковать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρίί•

    приковать кованный, βρ: -вал, -а, -о

    1. (κυρλζ. κ. μτφ.) καρφώνω, καθηλώνω•

    прометей был -ван к скале ο Προμηθέας καρφώθηκε στο βράχο•

    болезнь -ла его к постели η άρρωστεια τον καθήλωσε στο κρεβάτι.

    || αλυσοδένω• στερεώνω.
    2. μτφ. τραβώ, προσελκύω•

    приковать к себе всеобщее внимание τραβώ τη γενική προσοχή.

    εκφρ.
    прикованный прометей – ο Προμηθέας δεσμώτης.
    καρφώνομαι, καθηλώνομαι κλπ., ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > приковать

  • 96 простуда

    θ.
    κρυολόγημα•

    болезнь вызвана -ой άρρωστεια που προήρθε από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простуда

  • 97 простудный

    επ.
    του κρυολογήματος•

    болезнь -ого характера ασθένεια από κρυολόγημα•

    -ое заболевание το κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простудный

  • 98 протечь

    ρ.σ.
    1. ρέω• κυλώ (για ποτάμι, ρυάκι).
    2. διαρρέω•

    вода -кла в трюм το νερό διέρρευσε στο κύτος (του σκάφους).

    3. βάζω νερό• τρέχω•

    крыша -кла η στέγη έβαλε νερό.

    4. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω,. διαρρέω•

    день -кло η μέρα πέρασε•

    -кло уже три часа πέρασαν πια τρεις ώρες.

    || (για ασθένεια) παρέρχομαι•

    болезнь -кла без осложнений η ασθένεια πέρασε χωρίς επιπλοκές.

    Большой русско-греческий словарь > протечь

  • 99 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 100 расслабить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. расслабленный βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• εξαντλώ•

    болезнь меня совсем -ла η αρρώστια με εξάντλησε τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > расслабить

См. также в других словарях:

  • Болезнь Альцгеймера — Болезнь Альцгеймера …   Википедия

  • Болезнь Альцхеймера — Болезнь Альцгеймера Мозг пожилого человека в норме (слева) и при патологии, вызванной болезнью Альцгеймера (справа), с указанием отличий. МКБ 10 G30., F …   Википедия

  • Болезнь альцхаймера — Болезнь Альцгеймера Мозг пожилого человека в норме (слева) и при патологии, вызванной болезнью Альцгеймера (справа), с указанием отличий. МКБ 10 G30., F …   Википедия

  • Болезнь Хантингтона — МКБ 10 G …   Википедия

  • Болезнь Крона — Специфическая гранулёма в стенке толстой кишки. Хорошо видны гигантские, многоядерные клетки типа Пирогова Лангхан …   Википедия

  • Болезнь Унферрихта — Лундборга МКБ 10 G40. 40. МКБ 9 345.1345.1 Болезнь Унферрихта Лундборга (син.: семейная миоклония, миоклонус эпилепсия, прогрессирующий …   Википедия

  • Болезнь Ауески — (лат. Morbus Aujeszky англ.  Pseudorabies, Aujeszky’s Disease), псевдобешенство, инфекционный бульбарный паралич, инфекционный менингоэнцефалит  остро протекающая болезнь многих видов домашних и диких животных, проявляющаяся… …   Википедия

  • Болезнь Крейтцфельдта — Якоба — МКБ 10 A81.0 F02.1 МКБ 9 046.1 OMIM …   Википедия

  • Болезнь Краббе — МКБ 10 E75.275.2 МКБ 9 330.0330.0 OMIM …   Википедия

  • Болезнь Аддисона — МКБ 10 E27.127.1 E27.227.2 МКБ 9 255.4255 …   Википедия

  • Болезнь Крейтцфельда-Якоба — Болезнь Крейтцфельдта Якоба МКБ 10 A81.0 F02.1 МКБ 9 046.1 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»