-
101 тут
тут 1επίρ.1. εδώ, ενταύθα, ενθάδε•вы ждите меня тут να με περιμένετε εδώ•
он был тут αυτός ήταν εδώ•
тут всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ όλα.
|| αυτόν τον καιρό, τότε. || σε αυτή την περίπτωση.2. μόριοεπιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда- δα, εδώ.εκφρ.тут же: – παρευθύς, αμέσως, την ίδια στιγμή•тут как тут – πάνω στην κουβέντα, όπου φωνή κι ο γάιδαρος• (да) и всё тут εδώ και τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)•что тут и чего тут – βλ. что там (λ. там)• не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, όπως νόμιζα ή υπολόγιζα.тут 2-а α. κ. тута-ы θ.η μουριά, η συκαμινιά, μορέα. -
102 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω. -
103 хотеть
хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотятρ.δ.θέλω• επιθυμώ•хотеть пить θέλω να πιώ•
хотеть есть θέλω να φάω•
хочу хлеба θέλω ψωμί•
делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.
|| προτίθεμαι, σκοπεύω•я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...
|| επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.
|| (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.εκφρ.что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•где -чешь – όπου θέλεις•как -чешь – όπως θέλεις•хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.θέλω• επιθυμώ•мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•
мне хочется пить θέλω να πιώ•
ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•
ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.
-
104 храм
-а α.ο ναός. || μτφ. τόπος, κτίριο όπου ασκείται υψηλή λειτουργία•храм науки ο ναός της επιστήμης.
-
105 швырять
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, πετώ•швырять дрова в подвал ρίχνω τα καυσόξυλα στο υπόγειο•
швырять камнями πετώ πέτρες, πετροβολώ, λιθοβολώ.
|| τρικλίζω, ταλαντεύομαι.2. (για υπηρεσία κ.τ.τ.) μεταθέτω, δίνω φύσημα.3. πετώ έξω. || πετώ όπου λάχει, αδιάκριτα που.εκφρ.-деньги ή деньгами – ατζα.ταλίύ τα χρήματα.1. ρίχνω, πετώ αλληλορίχνω• — камнями πετώ πέτρες• αλληλοπετροβολούμαι.2. ρίχνομαι, πετιέμαι.3. απαρνούμαι κάτι, αφήνω περιφρονώ• δεν εκτιμώ.εκφρ.швырять деньгами – σπαταλά τα χρήματα. -
106 шишка
-и θ.1. εξόγκωμα, όγκος• κόνδυλος, καρούμπαλο. || μτφ. παλ. κλίση, ικανότητα για κάτι.2. (απλ.) παράγοντας μεγάλος.3. κώνος, κουκουνάρι. || αντικείμενο ωοειδές, σφαιροειδές.4. (διαλκ.) είδος φραντζόλας.εκφρ.все -и валятся на кого – όπου φτωχός κι η μοίρα του. -
107 щипец
пца α. το επάνω μέρος του τοίχου, όπου είναι η στέγη.(κυνηγ.) η μούρη του σκύλου.
См. также в других словарях:
ὅπου — in some places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… … Dictionary of Greek
οπού — επίρρ. βλ. όπου … Dictionary of Greek
όπου — επίρρ. αναφορ. τοπ., στον τόπο που, σ όποιο μέρος: Όπου κι αν πας δε θα ’σαι καλύτερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὀποῦ — ὀπός juice masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄπου φιλεῖς, μὴ δάνειζε. — См. Хочешь врага нажить дай ему взаймы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὃπου τὶς ἄλγει κεῖσε καὶ τὸν νοῦν ἔχει. — См. Что у кого болит, тот о том и говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)