-
1 ολο-
-
2 όλο
επίρρ. всё время, непрерывно, беспрестанно -
3 όλο
[оло] επίρ все время, только. -
4 μπρόκ(κ)ολο
το брокколи (один из сортов капусты) -
5 μπρόκ(κ)ολο
το брокколи (один из сортов капусты) -
6 Ένα ψωριάρικο πρόβατο χαλάει όλο το κοπάδι
• Одна паршивая овца всё стадо портитИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα ψωριάρικο πρόβατο χαλάει όλο το κοπάδι
-
7 Όποιος όλο χρεώνεται, κακό του ξημερώνεται
• Долги до добра не доведутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος όλο χρεώνεται, κακό του ξημερώνεται
-
8 Απού 'χασε το χοίρο του, όλο μουγκρές εγροίκα
• Потерявший свинью к хрюканью прислушиваетсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απού 'χασε το χοίρο του, όλο μουγκρές εγροίκα
-
9 Ψωριάρικο πρόβατο χαλά όλο το κοπάδι
• Паршивая овца все стадо портитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ψωριάρικο πρόβατο χαλά όλο το κοπάδι
-
10 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
11 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
12 όλος
η, ο[ν] весь, целый;καθ' όλον το έτός весь год, в течение всего года; δι' όλης της ημέρας (της νυκτός) весь день (всю ночь); όλοι μας (όλοι σας, όλοι τους κτλ.) все мы (все вы, все они и т. д.); § όλοι-όλοι (δλα-δλα, όλο-όλο) всего, всего-навсего, только; όλα κι' όλα только не это; всё, кроме этого; εν όλω или τό όλον всего; итого; μ' όλο πού... или μ' όλον ότι... или παρ' όλο πού... несмотря на то, что...; παρ' όλα αυτά или μ' όλ' αυτά или μ' όλα ταύτα и всё-таки, несмотря на всё это; με τα όλα του как надо; всеми силами; настойчиво; με όλη μου την καρδιά всей душой; ανάμεσα σ' όλα τ' ΰλλα а) в том числе; б) в довершение всего; μεσ' (σ)τά όλα смело, бесстрашно, презирая опасность -
13 ίδιος
α, ο [ία, ον]1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;
ιδία είσοδος особый, отдельный вход;(δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;
ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;
4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;
η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;§ ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же -
14 είναι
I 3 προ σ. εν. και πλ. от είμαιείναι2II τό1) бытие, существование; 2) сущность, существо;με όλο του το είναι2 — весь, всем своим существом, всеми силами своей души;
όλο το είναι2 μου αναταράχθηκε — я был потрясён
-
15 ολογραφεω
-
16 ολοιτροχος
ὁλοίτροχος, ὀλό-τροχοςI2катящийся(πέτροι Hom., Theocr.)
IIὅ (sc. πέτρος) обкатанный камень, круглая глыба Xen. -
17 ολοκαυτεω
-
18 ολοκαυτοω
-
19 ολοκαυτωμα
-
20 ολοκληρια
См. также в других словарях:
ολο- — (από το όλος), α’ συνθετ. με επιτατ. σημασία: ολό χρυσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όλο — επίρρ. χρον., συνέχεια, αδιάκοπα, πάντοτε: Όλο τσακώνεται κι όλογκρινιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όλο — επίρρ. βλ. όλος … Dictionary of Greek
όλο(ν) — το βλ. όλος … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek