-
1 αἰθαλόεις
A smoky, sooty,μέλαθρον Il.2.415
, cf. Theoc.13.13; κόνις αἰ. black ashes that are burnt out, Il.18.23, Od.24.316.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθαλόεις
-
2 αἱματόεις
A = αἱματηρός, Il.5.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματόεις
-
3 κερόεις
A horned, Anacr.51, Simon. 30, S.Fr.89, E.Ph. 828 (lyr.), Doroth. ap. Heph.Astr.3.7, etc.; κερόεις ὄχος carriage drawn by horned cattle, Call.Dian. 113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερόεις
-
4 παιδοῦς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοῦς
-
5 ὀμφαλόεις
A having a navel or boss, ἀσπίδος-οέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar. Pax 1274 ; ζυγὸν-όεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf.ὀμφαλός 11.2
;οἰμωγὰς-οέσσας Ar. Pax 1278
(by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274) ; συκέης πόσιν -όεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called [full] ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al. 348 ; ἄρκτον-όεσσαν, because pointing to the pole ([etym.] ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμφαλόεις
См. также в других словарях:
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
κερόεις — κερόεις, όεσσα, όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [κέρας] 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.) 2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο … Dictionary of Greek
οθρυόεν — ὀθρυόεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀθρυόεν τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνώδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄθρυν + κατάλ. όεις, όεν] … Dictionary of Greek
παιδούς — παιδοῡς, οῡσσα και οῡσα, οῡν και παιδόεις, όεσσα, όεν (ΑΜ) 1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα η έγκυος γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + όεις* / οῦς] … Dictionary of Greek
τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
ՓՈՒԼՈՍ — ( ) NBH 2 0959 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ յն. որ գրելի՛ է Փսոլոս. ψόλος fumus, fuligo ψολόεις, όεν fumidus, fumosus, um. Ծուխ. մուխ. կամ Ծխաբեր. միոտ. *Յայսպիսի ամպահարութեանցս՝ որմոխրատեսակ փոշի բերեն, փուլոսք անուանին. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)