Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

όγδοος

См. также в других словарях:

  • ὄγδοος — eighth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… …   Dictionary of Greek

  • όγδοος — η, ο 1. αυτός που στη σειρά έχει αριθμό 8. 2. το θηλ. ως ουσ., όγδοη ή οχτάβα ο διάστημα των οχτώ διαδοχικών μουσικών φθόγγων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀγδόω — ὄγδοος eighth masc/neut nom/voc/acc dual ὄγδοος eighth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόων — ὄγδοος eighth fem gen pl ὄγδοος eighth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγδοον — ὄγδοος eighth masc acc sg ὄγδοος eighth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόαις — ὄγδοος eighth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόη — ὄγδοος eighth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόην — ὄγδοος eighth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόης — ὄγδοος eighth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόου — ὄγδοος eighth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»