-
1 όγδοος
[огдоос] αριθμ. εκ. восьмой.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όγδοος
-
2 восьмой
-
3 восемнадцатый
восемнадцатыйчислит, порядк. δέκατος ὀγδοος. -
4 восьмой
восьмойчислит, порядк. ὀγδοος:\восьмойое марта ὀχτώ τοῦ Μάρτη. -
5 восемнадцатый
[βασιμνάνττσατυΤ] αριθ. δέκατος όγδοος -
6 восьмой
[βασ'μόϊ] αριθ. όγδοος -
7 восемнадцатый
[βασιμνάνττσατυΤ] αριθ. δέκατος όγδοος -
8 восьмой
[βασ'μόϊ] αριθ. όγδοος -
9 восемнадцатый
αριθμ., επ. δέκατος όγδοος. -
10 восьмой
αριθ., επ.όγδοος. || ουσ. θ. -ая, -ое, το 1/8 πράγματος. || το όγδοο του μουσικού φθόγγου.
См. также в других словарях:
ὄγδοος — eighth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… … Dictionary of Greek
όγδοος — η, ο 1. αυτός που στη σειρά έχει αριθμό 8. 2. το θηλ. ως ουσ., όγδοη ή οχτάβα ο διάστημα των οχτώ διαδοχικών μουσικών φθόγγων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀγδόω — ὄγδοος eighth masc/neut nom/voc/acc dual ὄγδοος eighth masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδόων — ὄγδοος eighth fem gen pl ὄγδοος eighth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγδοον — ὄγδοος eighth masc acc sg ὄγδοος eighth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδόαις — ὄγδοος eighth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδόη — ὄγδοος eighth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδόην — ὄγδοος eighth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδόης — ὄγδοος eighth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδόου — ὄγδοος eighth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)