-
1 ώπος
ἄπος, ἄπουςwithout foot: masc /fem nom /voc sg——————ἄπος, ἄπουςwithout foot: masc /fem nom /voc sg -
2 Ώπος
-
3 Ὦπος
-
4 Ωπός
-
5 Ὠπός
-
6 ωπός
-
7 ὠπός
-
8 ὦπος
Βλ. λ. ώπος -
9 ὧπος
Βλ. λ. ώπος -
10 πυρσ-ωπός
-
11 πυρ-ωπός
-
12 παρθεν-ωπός
παρθεν-ωπός (ὤψ), von jungfräulichem Ansehen, Eur. El. 948; übertr., ὀνόματα παρϑενωπὰ καὶ μαλακά, D. Hal. C. V. 23.
-
13 πλατυ-πρός-ωπος
πλατυ-πρός-ωπος, mit breitem Angesicht, Ael. H. A. 15, 26.
-
14 πολυ-πρός-ωπος
πολυ-πρός-ωπος, mit vielen Gesichtern, vielgestaltig, so nannte Lycophr. trag. den Himmel, Arist. rhet. 3, 3; – von der Tragödie oder Comödie, mit vielen Masken, vielen darin auftretenden Personen, δρᾶμα, Luc. Nigr. 20 salt. 46.
-
15 πολυ-ωπός
πολυ-ωπός, mit vielen Oeffnungen, Löchern, δί. κτυον, Od. 22, 386; mit vielen Augen (?).
-
16 στρογγυλο-πρός-ωπος
στρογγυλο-πρός-ωπος, mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.
-
17 στυγερ-ωπός
στυγερ-ωπός, = στυγερώπης, στ. ἰδέσϑαι χῶρος, Agath. 52 (IX, 662).
-
18 στεν-ωπός
στεν-ωπός, mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne ὁδός, auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. στεινωπός, enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον ϑαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.
-
19 στειν-ωπός
στειν-ωπός, eingeengt, beengt, ὁδός. Il. 7, 173. 23, 416; auch ohne ὁδός, ἡ στεινωπός, Engweg, Hohlweg, Od. 12, 234. – S. das att. στενωπ ός.
-
20 στενοπρός-ωπος
στενοπρός-ωπος, mit schmalem Gesicht, im comparat. bei Arist. physiogn. 5.
См. также в других словарях:
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
Ώπος — Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία… … Dictionary of Greek
Ὠπός — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠπός — ὤψ eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπος — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκύκλωψ — ωπος, ὁ, Μ αυτός που είναι και ο ίδιος Κύκλωπας ή σύντροφος Κύκλωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Κύκλωψ, ωπος] … Dictionary of Greek
αμέτρωψ — ( ωπος), ο, η αυτός, τού οποίου η όραση δεν είναι φυσιολογική … Dictionary of Greek
αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας … Dictionary of Greek
πάνωψ — ωπος, ὁ Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. εύ ωψ] … Dictionary of Greek