Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψυχρός

  • 1 ψυχρός

    [психрос] εκ. (κυριολ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυχρός

  • 2 холодный

    холодный 1) κρύος, ψυχρός; \холодныйые закуски τα ορεκτικά, οι μεζέδες 2) (равнодушный) ψυχρός, αδιάφορος; \холодный приём η ψυχρή υποδοχή ◇ \холодныйая война о ψυχρός πόλεμος
    * * *
    1) κρύος, ψυχρός

    холо́дные заку́ски — τα ορεκτικά, οι μεζέδες

    2) ( равнодушный) ψυχρός, αδιάφορος

    холо́дный приём — η ψυχρή υποδοχή

    ••

    холо́дная война́ — ο ψυχρός πόλεμος

    Русско-греческий словарь > холодный

  • 3 холодный

    επ., βρ: холоден, -дна, -дно.
    1. κρύος, ψυχρός•

    -ая вода κρύο νερό•

    холодный ветер ψυχρός άνεμος•

    -ая комната κρύο δωμάτιο.

    2. ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο.
    3. βλ. заливной (2 σημ.).
    4. άτονος, χλιαρός•

    -взгляд ψυχρό βλέμμα•

    холодный прим ψυχρή υποδοχή-холодныйое сердце κρύα καρδιά.

    || αδιάφορος, απαθής.
    5. μτφ. ψύχραιμος.
    6. ψυχρός (χωρίς προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)•

    -ая штамбов-ка ψυχρή εκτύπωση.

    7. (για μικροεπαγγελματίες)• φτωχός, φουκαριάρης•

    холодный сапожник φτω-χομπαλωματής•

    холодный парикмахер φτωχοκουρέας.

    εκφρ.
    - ая воина – ψυχρός πόλεμος•
    - ое оружие – ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντίθεση με το πυροβόλο όπλο).

    Большой русско-греческий словарь > холодный

  • 4 холодный

    холодн||ый
    прил прям., перен κρύος, ψυχρός:
    \холодныйая вода κρύο νερό· \холодныйая погода κρύος καιρός· \холодныйое пальто́ τό κρύο παλτό, τό παλτό πού δέν ζεσταίνει· \холодный как лед κρύος (σάν) πάγος· поставить в \холодныйое место βάζω σέ κρύο μέρος· \холодныйые блюда τά κρύα φαγητά· \холодный пояс геогр. ἡ ψυχρή ζώνη· \холодныйые отношения οἱ ψυχρές σχέσεις· быть \холодныйым с-кем-л. φέρνομαι μέ ψυχρότητα σέ κάποιον \холодный прием ἡ ψυχρή ὑποδοχή· \холодный взгляд τό ψυχρό βλέμμα· \холодный человек ψυχρός ἄνθρωπος· облить кого́-л. \холодныйой водой а) περεχύνω κάποιον μέ κρύο νερό, б) перен κάμνω σέ κάποιον ψυχρολουσία· ◊ \холодныйая война ὁ ψυχρός πόλεμος· \холодныйое ору́жие τό ἀγχέμαχο ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > холодный

  • 5 прохладный

    прохладный δροσερός· ψυχρός, κρύος (тж. перен.)
    * * *
    δροσερός; ψυχρός, κρύος (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > прохладный

  • 6 ледяной

    επ.
    1. του πάγου, από πάγου.
    2. παγερός, παγετώδης, ψυχρός, κρύος. || παγωμένος, μαργωμένος.
    3. μτφ. περιφρονητικος, ψυχρός. || απαθής, αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > ледяной

  • 7 морозный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    ψυχρός, κρύος, παγερός•

    морозный воздух ψυχρός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > морозный

  • 8 прохладный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. δροσερός, λίγο κρύος, ψυχρός•

    прохладный вечер δροσερό βραδάκι•

    -ое лето δροσερό καλοκαίρι.

    2. μτφ. ψυχρός, αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > прохладный

  • 9 холоднеть

    -еет
    ρ.δ. (απρόσ.) κρυώνω, ψυχραίνω, γίνομαι κρύος, ψυχρός (για καιρό)•

    на улице -еет έξω ο καιρός γίνεται ψυχρός.

    Большой русско-греческий словарь > холоднеть

  • 10 холодный

    κρύος, ψυχρός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холодный

  • 11 безучастный

    безучаст||ный
    прил ἀδιάφορος, ψυχρός, ἀπαθής, ἀμέτοχος.

    Русско-новогреческий словарь > безучастный

  • 12 война

    войн||а
    ж ὁ πόλεμος:
    гражданская \война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· Великая Отечественная \война ὁ Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος· национально-освободительная \война ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος· партизанская \война ὁ ἀνταρτοπόλεμος· мировая \война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· холодная \войнаό ψυχρός πόλεμος· объявить \войнау́ κηρύσσω (или κηρύχνω) τόν πόλεμο· развязать \войнау ἀρχίζω (или ἐξαπολύω) πόλεμο· во время \войнаώ τόν καιρό τοῦ πολέμου, στήν περίοδο τοῦ πολέμου.

    Русско-новогреческий словарь > война

  • 13 натянутый

    натянут||ый
    прил
    1. τεντωμένος·
    2. перен τεταμένος, ψυχρός:
    \натянутыйые отношения οἱ τεταμένες σχέσεις· \натянутыйая улыбка τό προσποιητό χαμόγελο.

    Русско-новогреческий словарь > натянутый

  • 14 неласковый

    неласковый
    прил ἀφιλόστοργος, ἀστοργος / ἀφιλόφρων (неприветливый)/ ψυχρός, κρύος (холодный).

    Русско-новогреческий словарь > неласковый

  • 15 неприветливый

    неприветлив||ый
    прил ψυχρός, ἀπροσήγορος / κρύος (холодный):
    \неприветливыйое лицо́ τό κρύο πρόσωπο.

    Русско-новогреческий словарь > неприветливый

  • 16 прохладный

    прохлад||ный
    прил
    1. δροσερός·
    2. перен (о приеме и т. п.) ψυχρός, κρύος.

    Русско-новогреческий словарь > прохладный

  • 17 равнодушный

    равноду́ш||ный
    прил ἀδιάφορος, ψυχρός (безразличный)! ἀπαθής (апатичный)/ ἀναίσθητος (бесчувственный).

    Русско-новогреческий словарь > равнодушный

  • 18 свежеть

    свеже||ть
    несов δροσίζω, γίνομαι ψυχρός:
    ветер \свежетьет ὁ ἀέρας δροσίζει· \свежетьет безл κάνει δροσιά.

    Русско-новогреческий словарь > свежеть

  • 19 свежий

    свеж||ий
    прил
    1. φρέσκος, νωπός:
    \свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·
    2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:
    на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·
    3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:
    на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·
    4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:
    \свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·
    5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:
    \свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·
    6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:
    \свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·
    7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):
    со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > свежий

  • 20 неприветливый

    [νυφιβιέτλιβυΐ] εκ. ψυχρός

    Русско-греческий новый словарь > неприветливый

См. также в других словарях:

  • ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ψυχρός — ή, ό επίρρ. ά 1. κρύος, αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία: Τα χέρια του είναι ψυχρά. 2. αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, αδιάφορος, απρόθυμος, αναίσθητος: Του έγινε πολύ ψυχρή υποδοχή. 3. φρ., «κακός, ψυχρός κι ανάποδος», τρισάθλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχρός — ψῡχρός , ψυχρός cold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότερον — ψῡχρότερον , ψυχρός cold adverbial comp ψῡχρότερον , ψυχρός cold masc acc comp sg ψῡχρότερον , ψυχρός cold neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… …   Dictionary of Greek

  • ευπερίψυκτος — εὐπερίψυκτος, ον (Α) αυτός που ψύχεται, που γίνεται ψυχρός εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί ψυκτος «ο πολύ ψυχρός» (< περι ψύχω)] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάψυχρος — η, ο (AM κατάψυχρος, ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος 2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»