-
1 ψυχολόγος
[психологос] сто. а. психолог.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυχολόγος
-
2 психолог
-
3 психолог
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > психолог
-
4 психолог
психол||огм ὁ ψυχολόγος. -
5 психолог
[πσιχόλακ] ουσ. α ψυχολόγος -
6 психолог
[πσιχόλακ] ουσ α ψυχολόγος -
7 психолог
-а α.ψυχολόγος.
См. также в других словарях:
ψυχολόγος — ο, η, Ν 1. (ψυχολ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχολογία 2. (γενικά) άτομο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologiste (< ψυχή + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ψυχολόγος — ο, η 1. αυτός που ασχολείται με την ψυχολογία, αυτός που ερευνά τα ψυχικά φαινόμενα. 2. αυτός που μπορεί να καταλάβει τις ψυχικές διαθέσεις του άλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
ψυχολογώ — ψυχολογῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. 1. (αμτβ.) ασχολούμαι με την ψυχολογία, είμαι ψυχολόγος 2. (μτβ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχολογημένος, η, ο αυτός που γίνεται ύστερα από σωστή μελέτη τών ψυχικών… … Dictionary of Greek
Βεντένσκι, Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς — (1856 – 1925).Ρώσος φιλόσοφος και ψυχολόγος, ένας από τους εκπροσώπους του ρωσικού νεοκαντιανισμού. Ο Β. διετέλεσε καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης (από το 1890) και πρόεδρος της Φιλοσοφικής Εταιρείας της Αγίας Πετρούπολης… … Dictionary of Greek
Κλαπαρέντ, Εντουάρ — I (Edouard Claparède, 1832 – 1870). Ελβετός φυσιοδίφης. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο Βερολίνο, όπου και ασχολήθηκε με τη μελέτη των εγχυματικών οργανισμών. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας στη Γενεύη και, την… … Dictionary of Greek
Κόλμπεργκ, Λόρενς — (Lawrence Kohlberg, Νέα Υόρκη 1927 – 1987). Αμερικανός ψυχολόγος. Έλαβε το πτυχίο ψυχολογίας παρακολουθώντας μόλις ένα έτος σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1958 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με θέμα τη λήψη ηθικών αποφάσεων,… … Dictionary of Greek
Μπινέ, Αλφρέ — (Alfred Binet, Νίκαια 1857 – Παρίσι 1911). Γάλλος ψυχολόγος. Αφού σπούδασε νομικά, ιατρική και φυσική ιστορία, παρακολούθησε τη σχολή του Σαρκό και αφιερώθηκε αποκλειστικά στην επιστημονική ψυχολογία. Το 1895 ίδρυσε και κατόπιν διεύθυνε την… … Dictionary of Greek
Χέφντινγκ, Χαράλντ — (Heffding, 1843 – 1931). Δανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Σπούδασε αρχικά φιλολογία, μετά θεολογία και τέλος ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Το 1880 διορίστηκε υφηγητής και το 1883 τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Στην έδρα του… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek