-
1 ψιθυρισμος
ὅ1) шепот, перешептывание(ἄσημοι ψιθυρισμοί Luc.)
2) клеветническое нашептывание, тайная клевета Plut., pl. NT. -
2 ψιθυρισμός
ψιθυρισμός, ὁ, das Zischeln, Flüstern, das leise Zuraunen, Luc. amor. 15; bes. das Verleumden, Klatschen, die Ohrenbläserei, Plut. oft. – Auch das Zwitschern der Vögel, das Säuseln der Bäume, übh. leises, sanftes Geräusch, ψιϑυρισμοῠ ἥκιστα χελιδόνι μέτεστι Plut. Symp. 8, 7,2.
-
3 ψιθυρισμός
ψιθυρισμόςwhispering: masc nom sg -
4 ψιθυρισμός
ψιθυρισμός, ὁ, das Zischeln, Flüstern, das leise Zuraunen; bes. das Verleumden, Klatschen, die Ohrenbläserei. Auch das Zwitschern der Vögel, das Säuseln der Bäume, übh. leises, sanftes Geräusch -
5 ψιθυρισμός
ψιθυρισμός, οῦ, ὁ (ψιθυρίζω ‘to whisper’; Menand., Mis. 140 S.; Plut.; Eccl 10:11, but in a neutral sense=‘hiss, whisper’; likew. Ps.-Lucian, Am. 15; Philopon., In Aristot., De Anima 263, 3; 403, 12; Etym. Mag. p. 818, 55) in our lit. only in a bad sense derogatory information about someone that is offered in a tone of confidentiality, (secret) gossip, tale-bearing (Philodem., De Ira p. 55 W.; GrBar 8, 5 [pl.]; 13, 4 [sing.], in the two last passages not far fr. καταλαλιά; Cat. Cod. Astr. VIII/1 p. 170, 8 [pl., near διαβολαί]), always w. καταλαλιά, in the sing. 1 Cl 30:3, pl. 2 Cor 12:20; 1 Cl 35:5.—DELG s.v. ψιθυρίζω. -
6 ψιθυρισμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψιθυρισμός
-
7 ψιθυρισμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψιθυρισμός
-
8 ψιθυρισμός
шепот, тайные сплетни, клеветническое нашептывание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψιθυρισμός
-
9 ψιθυρισμός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Eccl 10,11whistle (of a snake-charmer); neol. -
10 ψιθυρισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιθυρισμός
-
11 ψιθυρισμός
whisperΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψιθυρισμός
-
12 ψιθυρισμοί
ψιθυρισμόςwhispering: masc nom /voc pl -
13 ψιθυρισμούς
ψιθυρισμόςwhispering: masc acc pl -
14 ψιθυρισμόν
ψιθυρισμόςwhispering: masc acc sg -
15 говор
говорм1. (разговор) ἡ ὁμιλία/ ὁ ψιθυρισμός, ὁ ψίθυρος (тихий):\говор волн поэт. ὁ φλοίσβος τῶν κυμάτων2. (диалект) τό τοπικό Ιδίωμα, ἡ διάλεκτος / ἡ ἰδιωματική προφορά (манера произносить). -
16 шепот
шепотм τό ψιθύρισμα, ὁ ψίθυρος, ὁ ψιθυρισμός. -
17 ψιθύρισμα
το, ψιθύρισμός ο1) шептание; нашёптывание; 2) перен. нашёптывание, распространение слухов; 3) шорох, шелест (листьев); журчание (воды); жужжание (насекомых и т. п.) -
18 ψιθυρισμοίς
-
19 ψιθυρισμοῖς
-
20 ψιθυρισμού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψιθυρισμός — whispering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα … Dictionary of Greek
ψιθυρισμός — ο βλ. ψιθύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιθυρισμοῖς — ψιθυρισμός whispering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμοί — ψιθυρισμός whispering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμοῦ — ψιθυρισμός whispering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμούς — ψιθυρισμός whispering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμῶν — ψιθυρισμός whispering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμῷ — ψιθυρισμός whispering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμόν — ψιθυρισμός whispering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
шептать — шепчу, шёпот, род. п. а, укр. шептати, шепчу, шепiт, род. п. оту, шепт, род. п. шепту шопот , блр. шептаць судачить, клеветать , др. русск. шьпътъ ψιθυρισμός, шьпътати ψιθυρίζειν, русск. цслав. шьпътьникъ наушник, клеветник , ст. слав. шьпътати… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера