-
1 ψεύτικος*
[ποφτΗκοο] εκ. ложный, мнимый, поддельный, фальшивый, искусственный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψεύτικος*
-
2 искусственный
искусственный 1) τεχνητός 2) ψεύτικος (поддельный) πλα στός (притворный)* * *1) τεχνητός2) ψεύτικος ( поддельный); πλαστός ( притворный) -
3 лживый
-
4 ложный
ложный ψεύτικος, απατηλός· προσποιητός (притворный)* * *ψεύτικος, απατηλός; προσποιητός ( притворный) -
5 фальшивый
-
6 искусственный
иску́сственн||ыйприл1. τεχνητός, ψεύτικος:\искусственныйое орошение ἡ τεχνητή ἀρδευση· \искусственныйое питание τό τεχνητό τάγισμα· \искусственныйые зу́бы τά ψεύτικα δόντια· \искусственныйый шелк τό τεχνητό μετάξι· \искусственныйые цветы τά τεχνητά ἄνθη· \искусственныйый спутник Земли́ τεχνητός δορυφόρος·2. (деланный) τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος, ἐπίπλαστος:\искусственныйая улыбка τό ψεύτικο χαμόγελο· \искусственныйый смех τό πλαστό γέλοιο. -
7 ложный
ложн||ыйприл1. ψεύτικος, ψευδής, κάλπικος:\ложныйая тревога ψεύτικος συναγερμός·2. (ошибочный) λαθεμένος, λανθασμένος·3. (о чувстве, скромности и т. п.) κακῶς ἐννοούμενος· ◊ в \ложныйом свете διαστρεβλωμένα· на \ложныйом пути σέ λαθεμένο δρόμο. -
8 фалыиивый
фалыии||выйприл1. (не настоящий) ψεύτικος, πλαστός/ κίβδηλος, κάλπικος (тк. о деньгах)/ τεχνητός (о волосах, зубах и т. п.):\фалыиивыйвая монета ἡ κάλπικη μονέδα·2. (неестественный, неверный) ψεύτικος:\фалыиивыйвая игра τό ψεύτικο παίξιμο· \фалыиивыйвая нота τό φάλτσο, ἡ φάλτσα νότα·3. (неискренний, лицемерный) προσποιητός, ὑποκριτικός:\фалыиивыйвый человек ὁ ὑποκριτής, ὁ διπρόσωπος ἄνθρωπος· \фалыиивыйвая улыбка τό προσποιητό χαμόγελο· ◊ попасть в \фалыиивыйвое положение βρίσκομαι σέ λεπτή θέση. -
9 неверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. άπιστος•неверный друг άπιστος φίλος•
неверный муж άπιστος σύζυγος.
|| ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•-рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.
2. παλ. δύσπιστος•неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.
3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•
-ая мысль λαθεμένη, σκέψη.
|| ψεύτικος, μη σωστός•неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.
|| απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.
4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•-ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..
5. ασταθής•-ые шаги ασταθή βήματα.
6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•-ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).
|| ευμετάβλητος, μη σταθερός.7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.8. ως ουσ. άπιστος•идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.
εκφρ.фома неверный – άπιστος Θωμάς. -
10 фальшивый
(поддельный, ненастоящий) πλαστός, κίβδηλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фальшивый
-
11 фиктивный
εικονικόςπλαστόςεπινοη-τόςψεύτικοςκάλπικος (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиктивный
-
12 цель
1. (рлк.) о στόχ/οςложная - ψευδής/ψεύτικος -радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχοςη επιδίωξηприбор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цель
-
13 бутафорский
бутафор||скийприл1. τοῦ θεάτρου;2. перен ψεύτικος, πλαστός. -
14 игрушечный
игрушечныйприл1. (относящийся к игрушкам) τῶν παιχνιδιών, ἀθυρμα-τοειδής:\игрушечный магазин τό μαγαζί (παιδικών) παιχνιδιών \игрушечный мастер ὁ κατασκευαστής παιχνιδιών, ὁ ἀθυρματοποιός·2. (ненастоящий) ψεύτικος:\игрушечный автомобиль τό ψεύτικο αὐτοκινητάκι·3. (очень маленький):\игрушечный до́мик τό μικρούτσικο σπιτάκι. -
15 лживый
лжи́в||ыйприл ψεύτικος, ψευδής, ἀπατηλός. -
16 липовый
липовыйприл1. τῆς φλαμουριάς·2. перен (поддельный) πλαστός, ψεύτικος, ψευδής. -
17 накладной
накладн||о́йприл 1.:\накладнойое золото (серебро) τό ἐπιχρύσωμα, τό ἐπαργύρωμα·2. (искусственный) ψεύτικος:\накладнойые волосы τά ψεύτικα μαλλιά· ◊ \накладнойые расходы τά μικρά Εξοδα, τά γενικά ἔξοδα. -
18 неискренний
неи́скренн||ийприл ἀνειλικρινής, ψεύτικος/ ὑποκριτικός (лицемерный) / προσποιητός (притворный):\неискреннийие слезы τά ψεύτικα δάκρυα. -
19 ненатуральный
ненатуральныйприл1. ἀφύσικος / τεχνητός (искусственный)·2. перен (деланный) προσποιητός, ψεύτικος:\ненатуральный смех τό ψεύτικο (или προσποιητό) γέλιο. -
20 поддельный
поддельн||ыйприл πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος·, \поддельный документ τό πλαστό Εγγραφο· \поддельныйые драгоценности τά ψεύτικα κοσμήματα.
См. также в других словарях:
ψεύτικος — η, ο, Ν [ψεύτης] 1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος») 2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ») 3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη») 4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι») 5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι») 6. ανειλικρινής («ψεύτικη… … Dictionary of Greek
ψεύτικος — η, ο 1. ψευδής, πλαστός, ψεύτικος, εικονικός, όχι γνήσιος: Πήρε ένα ψεύτικο ρολόι για το παιδάκι της. 2. ελαττωματικός, χωρίς αντοχή, χωρίς αξία: Μας έκανε ψεύτικη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαλαντζί — 1. ψεύτικος 2. «γιαλαντζί ντολμάς» ντολμάς νηστήσιμος, με ρύζι και μυρωδικά τυλιγμένα σε αμπελόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τουρκ. yalanci «ψεύτικος»] … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek
παρήλιος — (Αστρον.). Ονομάζεται έτσι μια λαμπρή κυκλική κηλίδα που φαίνεται στον ουρανό είτε από τη μια πλευρά του ηλιακού δίσκου είτε και από τις δύο. Λέγεται και ψεύτικος Ήλιος. Παρόμοιες κηλίδες, που σχηματίζονται από το φως της Σελήνης, ονομάζονται… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ψευδόπαν — ανος, ὁ, Α ο ψεύτικος Παν, αυτός που ψευδώς θεωρείται ως Παν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Πάν] … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek
αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… … Dictionary of Greek