Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψεύτικα

  • 1 искусственный

    иску́сственн||ый
    прил
    1. τεχνητός, ψεύτικος:
    \искусственныйое орошение ἡ τεχνητή ἀρδευση· \искусственныйое питание τό τεχνητό τάγισμα· \искусственныйые зу́бы τά ψεύτικα δόντια· \искусственныйый шелк τό τεχνητό μετάξι· \искусственныйые цветы τά τεχνητά ἄνθη· \искусственныйый спутник Земли́ τεχνητός δορυφόρος·
    2. (деланный) τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος, ἐπίπλαστος:
    \искусственныйая улыбка τό ψεύτικο χαμόγελο· \искусственныйый смех τό πλαστό γέλοιο.

    Русско-новогреческий словарь > искусственный

  • 2 накладной

    накладн||о́й
    прил 1.:
    \накладнойое золото (серебро) τό ἐπιχρύσωμα, τό ἐπαργύρωμα·
    2. (искусственный) ψεύτικος:
    \накладнойые волосы τά ψεύτικα μαλλιά· ◊ \накладнойые расходы τά μικρά Εξοδα, τά γενικά ἔξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > накладной

  • 3 неискренний

    неи́скренн||ий
    прил ἀνειλικρινής, ψεύτικος/ ὑποκριτικός (лицемерный) / προσποιητός (притворный):
    \неискреннийие слезы τά ψεύτικα δάκρυα.

    Русско-новогреческий словарь > неискренний

  • 4 переиграть

    переиграть
    сов, переигрывать несов - (заново) παίζω πάλι, ξαναπαίζω·
    2. театр. παίζω (или περιπαίζω) ψεύτικα.

    Русско-новогреческий словарь > переиграть

  • 5 поддельный

    поддельн||ый
    прил πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος·, \поддельный документ τό πλαστό Εγγραφο· \поддельныйые драгоценности τά ψεύτικα κοσμήματα.

    Русско-новогреческий словарь > поддельный

  • 6 δόντι

    τό
    1) зуб;

    πρώτα δόντια — молочные зубы;

    υστερινά δόντια — зубы мудрости;

    εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;

    ψεύτικα δόντια — вставные зубы;

    τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;

    βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;

    βγάζω δόντι — вырывать зуб;

    2) тех зуб, зубец;
    3) зазубрина;

    § μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;

    σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;

    μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;

    δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;

    τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;

    τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;

    έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;

    κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;

    η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;

    με την ψυχή στα δόντια — еле жив;

    μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;

    οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;

    δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δόντι

  • 7 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 8 искусственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о
    1. τεχνητός•

    -ое волокно τεχνητές ίνες•

    -ые зубы βαλτά δόντια•

    -ое орошение τεχνητό πότισμα (άρδευση)•

    искусственный шелк τεχνητό μετάξι.• -ые препятствия τεχνητά εμπόδια•

    -ые волосы ξένα (ψεύτικα) μαλλιά•

    -ое дыхание τεχνητή αναπνοή•

    -ые удобрения χημικά λιπάσματα.

    2. προσποιητός, επιτηδευμένος, επιτηδευτός, αφύσικος•

    искусственный смех προσποιητό γέλιο•

    -ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.

    Большой русско-греческий словарь > искусственный

  • 9 ложно

    1. επίρ. ψεύτικα, ψευδώς κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ψεύτικο, ψευόές.

    Большой русско-греческий словарь > ложно

  • 10 облыжно

    επίρ.
    ψεύτικα, άδικα.

    Большой русско-греческий словарь > облыжно

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… …   Dictionary of Greek

  • Stratos Dionysiou — Infobox musical artist Name = Stratos Dionysiou Στράτος Διονυσίου Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Stratos Dionysiou Alias = Born = birth date|1935|11|8 Died =death date and age|1990|5|11|1935|11|8 Origin =… …   Wikipedia

  • Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • αιολίζω — (I) αἰολίζω (Α) [αἴολος] διαστρέφω κάτι με ψεύτικα λόγια, με σοφιστείες. (II) αἰολίζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιολείς 2. συνθέτω κατά τον αιολικό τρόπο 3. μιλώ την αιολική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰολεύς. ΠΑΡ. αρχ. αἰόλισμα, αἰολιστί]. (III) αἰολίζω …   Dictionary of Greek

  • αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επίπλαστος — η, ο (AM ἐπίπλαστος, ον) [πλαστός] μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.) αρχ. 1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα έμπλαστρα,… …   Dictionary of Greek

  • επικαταψεύδομαι — ἐπικαταψεύδομαι (Α) [καταψεύδομαι] 1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον 2. κατηγορώ ψευδώς 3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα …   Dictionary of Greek

  • επιορκώ — (AM ἐπιορκῶ, έω) νεοελλ. μσν. 1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.) 2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου αρχ. (μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι» α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό β) (απλώς)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»