-
1 ψεύδομαι
ψεύδομαι in our lit. only mid. (Hom.+); fut. ψεύσομαι; 1 aor. ἐψευσάμην; pf. 2 sg. ἔψευσμαι (Sus 55 LXX; Sus 59 Theod.). Pass.: aor. inf. ψευσθῆναι (Mel., P. 26, 183), ptc. ψευσθείς (Just., D. 134, 3); pf. ptc. ἐψευσμένος (Tat. 16, 1).① to tell a falsehood, lie abs. (X., Mem. 2, 6, 36; Aristot., EN 2, 7; 4, 7 et al.; Pr 14:5; TestAbr B 13 p. 118, 3 [Stone p. 84]; TestJos 13:9; ApcSed 7:8; Philo, Leg. All. 3, 124; Just., D. 117, 4; Tat. 32, 1) Mt 5:11; Hb 6:18 (θεόν is subj. acc.); 1J 1:6; Rv 3:9; 1 Cl 27:2abc (Artem. 2, 69 p. 161, 15 ἀλλότριον θεῶν τὸ ψεύδεσθαι); Hm 3:2. As a formula of affirmation οὐ ψεύδομαι (Jos., Vi. 296; cp. Plut., Mor. 1059a) Ro 9:1; 2 Cor 11:31; Gal 1:20; 1 Ti 2:7. εἴς τινα tell lies against someone, i.e. to that person’s detriment (Sus 55 LXX) Col 3:9. κατά τινος against someth. κατὰ τῆς ἀληθείας against the truth Js 3:14 (cp. Bel 11 Theod.). The pers. who is harmed by the lie can be added in the dat. (Ps 17:45; 88:36; Josh 24:27; Jer 5:12; JosAs 24:6) οὐκ ἀνθρώποις ἀλλὰ τῷ θεῷ Ac 5:4. πάντα in every particular 14:19 v.l. (Tat. 22, 2). τὶ in any point Papias (2:15).② to attempt to deceive by lying, tell lies to, impose upon τινὰ someone (Eur., X. et al.; Plut., Alcib. 206 [26, 8], Marcell. 314 [27, 7]; Jos., Ant. 3, 273; 13, 25; PSI 232, 10) Ac 5:3 (Appian, Liby. 27 §113 τίς σε δαίμων ἔβλαψε … ψεύσασθαι θεοὺς οὓς ὤμοσας;=‘what evil spirit beguiled you … to lie to the gods by whom you swore?’; Tat. 19, 3 ἑαυτόν); 1 Cl 15:4 (Ps 77:36, but w. αὐτῷ).—DELG. M-M. TW. -
2 ψευδομαι
-
3 ψεύδομαι
ψεύδομαι 1. med. обманывать, нарушать, лгать; 2. pass. быть обманутым; обманываться, ошибаться aor. med. ἐψευσάμην aor. pass. ἐψεύσθην -
4 ψεύδομαι
1 lieἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
-
5 ψεύδομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψεύδομαι
-
6 ψεύδομαι
ψεύδομαι, imp. ψεύδεο, fut. ψεύσομαι, aor. part. ψευσάμενος: speak falsely, lie, deceive; ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω, ‘shall (do) I deceive myself, or?’ Il. 10.534.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ψεύδομαι
-
7 ψεύδομαι
{гл., 12}лгать, обманывать, говорить ложь, вводить в заблуждение.Ссылки: Мф. 5:11; Деян. 5:3, 4; Рим. 9:1; 2Кор. 11:31; Гал. 1:20; Кол. 3:9; 1Тим. 2:7; Евр. 6:18; Иак. 3:14; 1Ин. 1:6; Откр. 3:9. LXX: 3584 ( שׁחכּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψεύδομαι
-
8 ψεύδομαι
{гл., 12}лгать, обманывать, говорить ложь, вводить в заблуждение.Ссылки: Мф. 5:11; Деян. 5:3, 4; Рим. 9:1; 2Кор. 11:31; Гал. 1:20; Кол. 3:9; 1Тим. 2:7; Евр. 6:18; Иак. 3:14; 1Ин. 1:6; Откр. 3:9. LXX: 3584 ( שׁחכּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψεύδομαι
-
9 ψεύδομαι
лгать, обманывать, говорить ложь, вводить в заблуждение; LXX: (כּחשׂ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψεύδομαι
-
10 ψεύδομαι
ψεύδωcheat by lies: pres ind mp 1st sg -
11 ψεύδομαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψεύδομαι
-
12 ψεύδομαι
-
13 ψεύδομαι
lieΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψεύδομαι
-
14 παρα-ψεύδομαι
παρα-ψεύδομαι, = ψεύδομαι, Sp.
-
15 ἀπο-ψεύδομαι
ἀπο-ψεύδομαι, dep. med., verstärktes ψεύδομαι, Ios. – Pass., getäuscht werden, τῆς ἐλπίδος, in einer Hoffnung, Plut. Marc. 29.
-
16 προς-ψεύδομαι
προς-ψεύδομαι, dep. med., dazulügen, εἰ καί τινα προςέψευσται αὐτός, D. Sic. 14, 65.
-
17 προς-ψεύδομαι [2]
προς-ψεύδομαι, dep. med., dazulügen, εἰ καίτινα προςέψευσται αὐτός, D. Sic. 14, 65.
-
18 προς-επι-ψεύδομαι
προς-επι-ψεύδομαι, noch dazu lügen, Heliod. 7, 2; Galen.
-
19 προς-κατα-ψεύδομαι
προς-κατα-ψεύδομαι, noch dazu lügen, gegen Einen, ἀνδρός, Pol. 12, 13, 3; D. Cass. 57, 23.
-
20 συμ-ψεύδομαι
συμ-ψεύδομαι, mit od. zusammen lügen, συμψεύδεσϑαι καὶ συγχρῆσϑαι τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι, fälschlich brauchen, Pol. 6, 3, 10.
См. также в других словарях:
ψεύδομαι — βλ. πίν. 129 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ψεύστηκα, ψευσμένος, λέω ψέματα, ψευδολογώ: Ψεύδεται ασύστολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεύδομαι — ψεύδω cheat by lies pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψεύδομαι — ΝΑ [ψεύδομαι] (για φιλοσ. κρίσεις) είμαι επίσης ψευδής αρχ. ψεύδομαι μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… … Dictionary of Greek
ψύθω — Α ψεύδομαι, λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* και εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… … Hofmann J. Lexicon universale
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
άψευτος — η, ο (Α ἄψευστος, ον) [ψεύδομαι] αληθινός μσν. επίρρ. ἀψεύστως αληθινά, πραγματικά … Dictionary of Greek
αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek