-
1 ψεκαστήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο распылитель; опрыскиватель; форсунка, инжектор; пульверизатор -
2 ψεκαστήρας
[псэкасгирас] ουσ. а. пульвелиризатор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψεκαστήρας
-
3 ψεκαστήρας
[псэкасгирас] ουσ α пульвелиризатор. -
4 ψεκαστήρας
1) atomiseur2) vaporisateur -
5 püskürtücü
ψεκαστήρας ραντιστήρι -
6 пульверизатор
-
7 барботёр
ο διασκορπιστήρας, ο ψεκαστήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барботёр
-
8 гудронатор
ο (οδικός) ψεκαστήρας της πίσσας ελαίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гудронатор
-
9 жижеразбрасыватель
с.-х. το (αγροτικό) μηχάνημα-ψεκαστήρας κόπρωνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жижеразбрасыватель
-
10 забрасыватель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забрасыватель
-
11 маслораспылитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслораспылитель
-
12 металлизатор
ο ψεκαστήρας του μετάλλουτο εργαλείο ψεκασμού-επιμε-τάλλωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металлизатор
-
13 опрыскиватель
ο ψεκαστήρας, ο ραντιστήραςнавесной - κρεμαστός -, αναρτημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрыскиватель
-
14 ороситель
1. (разбрызгиватель) о ψεκαστήρας (πυρόσβεσης) 2. (оросительный канал) η αρδευτική τάφρος, η τάφρος άρδευσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ороситель
-
15 пульверизатор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пульверизатор
-
16 разбрызгиватель
тех. о ψεκαστήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбрызгиватель
-
17 распределитель
тех. о διανομέας, о κατανεμητής- вызовов (тлф.) - των κλήσεων, ο διακόπτης των εντολών- зажигания ο ψεκαστήρας καυσίμων, το ντιστρι-μπυτέρ (ξεν.)- του κλιβάνου, το πτύον/φτυάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распределитель
-
18 распылитель
ο ψεκαστήρας, ο ραντιστή-ραςпорошковый - κόνεως/σκόνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распылитель
-
19 форсунка
1. (для двигателей внутреннего сгорания) о εγχυτήραςτο μπέκ (ξεν.)топливная - έγχυσης του καυσίμου 2 (для топливных и печных агрегатов) о καυστήρας, το ακροφύσιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > форсунка
-
20 опрыскиватель
опрыск||ивательм с.-х. ἡ φορητή ἀντλία, ὁ ψεκαστήρας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψεκαστήρας — ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν 1. (γεωπ.) συσκευή χρησιμοποιούμενη στη γεωργία για τη διασπορά, σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων 2. τεχνολ. συσκευή για την εκτόξευση βαφής 3. ιατρ. α) συσκευή κατάλληλη για… … Dictionary of Greek
ψεκαστήρας — ο συσκευή με την οποία οι γεωργοί ραντίζουν τα δέντρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατμιστήρας — ο ψεκαστήρας στον οποίο χρησιμοποιείται ατμός υπό πίεση … Dictionary of Greek
εισπνοοθεραπεία — Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά… … Dictionary of Greek
ελαιοψεκαστήρας — ο ψεκαστήρας με αντλία που ψεκάζει λιπαντικό έλαιο σε διάφορα λεπτά σημεία τών μηχανών με σκοπό τον καθαρισμό ή τη λίπανσή τους … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek