-
1 ψαράς
[псарас] ουσ. а. рыбак, продавец рыбы,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψαράς
-
2 любитель
любитель м о φιλότεχνος· ο ερασιτέχνης (не профессионал) \любитель музыки о φιλόμουσος* рыболов- \любитель о ερασιτέχνης ψαράς* * *мο φιλότεχνος; ο ερασιτέχνης ( не профессионал)люби́тель му́зыки — ο φιλόμουσος
рыболо́в-люби́тель — ο ερασιτέχνης ψαράς
-
3 рыбак
-
4 рыбак
-а α.ψαράς, αλιεύς•рыбак рыбака видит издалека ο ψαράς τον ψαρά τον γνωρίζει από μακριά (οι συντεχνίτες γνωρίζονται απ ο μακριά).
-
5 рыбак
ο ψαράς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рыбак
-
6 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι. -
7 рыбак
рыба||км ὁ ψαρᾶς, ὁ ἀλιεῦς· ◊ \рыбак \рыбакка ви́днт издалека погов. ἡ γάτα γνωρίζει τόν ποντικό κι ἄς εἶναι ἀλευρωμένος. -
8 рыболов
рыболовм ὁ ψαράς, ὁ ἀλιεύς. -
9 рыбак
[ρυμπάκ] ουσ. α ψαράς -
10 рыбак
[ρυμπάκ] ουσ α ψαράς -
11 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
12 ловец
-вца α. αλιέας, ψαράς κυνηγός. -
13 промысловик
-а α.1. επαγγελματίας (κυνηγός ή ψαράς).2. εργάτης βιομηχανικών επιχειρήσεων. -
14 рыбалка
-и θ.1. ψάρεμα, αλιεία.2. α. κ. θ. (διαλκ.) ψαράς.3. (διαλκ.) ψαρότοπος.4. (διαλπ.) ο γλάρος. -
15 рыбарь
-я α. παλ.ψαράς, αλιεύς. -
16 рыбачка
-и θ.1. γυναίκα-ψαράς, ψαρού.2. η σύζυγος του ψαρά. -
17 рыбник
-а α.1. ψαράς καλά ειδικευμένος.2. (διαλκ.) ψαρόπιτα. -
18 рыболов
-а α.ψαράς, αλιέας. -
19 терпеливый
επ., βρ: -лив, -а, -оυπομονητικός, καρτερικός•терпеливый человек υπομονητικός άνθρωπος•
терпеливый рыболов υπομονητικός ψαράς.
|| επίμονος•терпеливый труд επίμονη εργασία•
-ая учба επίμονη μάθηση.
-
20 удильщик
-а α.ψαράς, αλιέας με ψαροκά-λαμο.
См. также в других словарях:
ψαράς — ο, θηλ. ψαρού, Ν [ψάρι (Ι)] 1. άτομο που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με το ψάρεμα, αλιέας 2. ιχθυοπώλης 3. το θηλ. σύζυγος ψαρά 4. (σπάν.) ψαρότοπος … Dictionary of Greek
ψαράς — ο 1. αυτός που πουλά ψάρια. 2. αυτός που του αρέσουν τα ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαρᾶς — ψᾱρᾶς , ψαρός like a starling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψᾶρας — ψάρ starling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
καλαμευτής — καλαμευτής, ὁ (Α) 1. θεριστής 2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος] … Dictionary of Greek
σαργολόγος — ο, Ν 1. λεπτό παραγάδι από μεσσηνέζα, κατάλληλο για την αλιεία σαργών 2. (για πρόσ.) α) ψαράς σαργών β) ψαράς φτωχός σε μέσα αλιείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + λόγος* (πρβλ. καρπο λόγος)] … Dictionary of Greek
Φιλιππότης, Δημήτριος — (Πύργος, Τήνος 1839 – Αθήνα 1919). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο τηνιακό χωριό με τη μεγάλη παράδοση στη μαρμαρογλυπτική και στις τέχνες, βρέθηκε από μικρός σε περιβάλλον ευνοϊκό για το ταλέντο του. Ακολούθησε πρώτα τον πατέρα του, που ήταν… … Dictionary of Greek
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
αγκωβόλος — ἀγκωβόλος, ο (Α) ψαράς … Dictionary of Greek
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek