-
1 ψήνω
(αόρ. έψησα, παθ. αόρ. (ε)ψήθηκα) 1. μετ.1) обжигать (кирпич и т. п.); 2) жарить, поджаривать; печьг выпекать;ψήνω στο φούρνο — печь, выпекать;
3) готовить, варить;§ ψήνω την υπόθεση — подготавливать дело;
τον εψησε ο ήλιος он загорел;τά ψήσανε они полюбили друг друга; 2. αμετ. перен. печь, сильно греть (о солнце);ο ήλιος ψήνει — солнце жарит;
§ φίδια ψήνετ έξω — на улице лютый мороз;
1) — обжигаться;ψήνομαι
2) печься, поджариваться;3) перен. печься, жариться; загорать;ψήνομαι στον ήλιο — жариться на солнце;
4) созревать, поспевать (о плодах);5) становиться опытным; 6) вариться; § είναι ψημένος στη δουλειά он собаку съел на этом деле;ψήνομαι απ' τον πυρετό — быть в лихорадке, в жару
-
2 ψήνω
[пенно] р. варить, печь, жарить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψήνω
-
3 ψήνω
[пенно] ρ варить, печь, жарить. -
4 ψαίνω
см. ψήνω -
5 ψένω
см. ψήνω
См. также в других словарях:
ψήνω — και ψένω έψησα, ψήθηκα, ψημένος 1. εκθέτω κάτι στην επίδραση της φωτιάς, το ψήνω: Ψήθηκε το γλυκό. 2. βράζω: Θα σου ψήσω ένα καφεδάκι. 3. θερμαίνω κάτι πολύ: Ψήνεται από τον πυρετό. 4. το παθ., ψήνομαι στους καρπούς σημαίνει γίνομαι ώριμος. 5. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψήνω — ψήνω, έψησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek
αργοψήνω — ψήνω αργά, σιγοψήνω … Dictionary of Greek
παραψήνω — ψήνω περισσότερο από όσο πρέπει … Dictionary of Greek
φώγω — ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhō g τής ΙΕ ρίζας *bhē… … Dictionary of Greek
εποπτώ — ἐποπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.) 2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω 3. παθ. ἐποπτῶμαι, άομαι καίγομαι, πυρπολούμαι 4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
εξοπτώ — ἐξοπτῶ, άω (AM) 1. ψήνω καλά 2. ξεραίνω, στεγνώνω αρχ. 1. υπερθερμαίνω 2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
εφεύω — έφεύω (Α) ψήνω, βράζω, μαγειρεύω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εὕω «ψήνω»] … Dictionary of Greek
ξεροψήνω — 1. ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό, ψήνω κάτι πολύ και σιγά σιγά 2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ … Dictionary of Greek