-
1 жариться
-
2 печься
печься Iнесов ι. (0 хлебе и т. ἡ.) ψήνομαι, ὀπτῶμαι·2. разг:\печься на солнце ψήνομαι στον ήλιο.печься IIнесов (заботиться) φροντίζω, μεριμνώ, ἐνδιαφέρομαι. -
3 изжарить
ρ.σ.μ. ψήνω, τηγανίζω, καβουρδίζω.1. ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρδίζομαι.2. ζεσταίνομαι υπερβολικά•изжарить на солнце ψήνομαι στον ήλιο.
-
4 пропечь
ρ.σ.μ.1. καλοψήνω•пропечь хлеб καλοψήνω το ψωμί.
2. καίω υπερβολικά, ψήνω•пропечь спинку на солнце καίω τη ράχη στον ήλιο.
3. ψήνω (για ένα χρον. διάστημα).1. ψήνομαι καλά.2. καίγομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά, ψήνομαι•пропечь на солнце καίγομαι στον ήλιο.
-
5 сжарить
ρ.σ.μ. ψήνω, τηγανίζω.1. ψήνομαι, τηγανίζομαι.2. θερμαίνομαι (ζεσταίνομαι) πολύ•сжарить на солнце ψήνομαι στον ήλιο.
-
6 гореть
1. (поддаваться действию огня) καίω, καίγομαι 2. (давать свет, пламя) φλέγομαι, ανάβω 3. (быть в жару) καίγομαι, ψήνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гореть
-
7 жарить
жарить ψήνω, καβουρδίζω τηγανίζω (на сковороде) \жариться ψήνομαι* * *ψήνω, καβουρδίζω; τηγανίζω ( на сковороде) -
8 вариться
варить||сяβράζω, ψήνομαι:\варитьсяся на медленном огне σιγο-βράζω; ◊ \варитьсяся в собственном соку παιδεύομαι νά κάνω κάτι μόνος μου. -
9 выпекаться
выпекать||сяψήνομαι, ξεφουρνίζομαι. -
10 доходить
доходитьнесов1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:\доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου. -
11 жариться
жар||иться(на солнце, у плиты) Ψήνομαι. -
12 зажариваться
зажаривать||сянесов τηγανίζομαι (на сковороде) / ψήνομαι, καβουρδίζομαι, καβουρντίζομαι (на огне, в духовке). -
13 испечься
испечь||сясое. ψήνομαι. -
14 нажариться
нажарить||ся(на солнце) разг ψήνομαι στον ήλιο, λιάζομαι. -
15 поджариваться
поджари||ватьсяτσιγαρίζομαι, καβουρντίζομαι, ψήνομαι / τηγανίζομαι (на сковородке). -
16 пропекаться
пропекать||сяκα-λοψήνομαι, ψήνομαι. -
17 испечь
[ισπιέτσ“] ρ. ψήνομαι -
18 испечь
[ισπιέτσ“] ρ ψήνομαι -
19 выпечь
-пеку, -печешь, -пекут, παρλθ. χρ. выпек, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. ψήνω, ψένω, (ξε)φουρνίζω.2.,καλοψήνω.ψήνομαι, ψένομαι. -
20 гореть
-рю, -ришь, ρ.δ.1. καίγομαι•дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•
дом -ит το σπίτι καίγεται.
|| καίω, είμαι αναμμένος•печка -ит η θερμάστρα καίει•
лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).
2. φλέγομαι, ψήνομαι•ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.
3. κοκκινίζω, ερυθριώ•я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•
уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•
лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).
4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.
7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.εκφρ.- ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•дело (работа – κ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψήνομαι — ψήνομαι, ψήθηκα, ψημένος βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Балканский языковой союз — Балканский языковой союз группа языков, принадлежащих к разным ветвям индоевропейской семьи языков, но обнаруживающих значительное и систематическое сходство на фонетико фонологическом, морфосинтаксическом, синтаксическом, лексическом,… … Википедия
επανθρακούμαι — ἐπανθρακοῡμαι, έομαι (Α) ψήνομαι πάνω στα κάρβουνα … Dictionary of Greek
καταπεπαίνω — (Α) (επιτ. τ. τού πεπαίνω*) 1. κάνω κάτι ώριμο 2. παθ. καταπεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω, ψήνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει»] … Dictionary of Greek
λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι … Dictionary of Greek
μεστώνω — (ΑM μεστῶ, όω) [μεστός] γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.) νεοελλ. 1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, τό κάνω να ωριμάσει, τό σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια») 2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι … Dictionary of Greek
μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… … Dictionary of Greek
ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… … Dictionary of Greek
σποδιάζομαι — Μ [σποδός / σποδιά] (για ψωμί) ψήνομαι μέσα στη ζεστή στάχτη … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek