-
1 χώμα
-
2 χῶμα
-
3 χῶμα
A earth thrown up, bank, mound, thrown up against the walls of cities to take them,αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Hdt.1.162
; χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν The.2.75, cf. LXX.Ez.21.22(27), Hb.1.10, OGI90.24 (Rosetta, ii B. C., pl.).2 dyke to hinder a river from overflowing, Hdt.1.184: freq. in Pap., PPetr.3pp.125,341 (iii B. C.), etc.; βασιλικὸν χ. Wilcken Chr.11 A8 (ii B. C.);δημόσιον χ. POxy.290.34
(i A. D.).3 dam, Hdt.7.130.4 mole or pier, carried out into the sea, jetty, Id.8.97, D.50.6, Arg.Id.51, IG11(2).199A33(Delos, iii B. C.), etc.II sepulchral mound, Hdt.1.93, 9.85, A.Ch. 723(anap.), S.Ant. 1216, etc.;τάφων χώματα γαίας E.Supp. 53
(lyr.); . -
4 χῶμα
χῶμα, τό, aufgeschüttete, aufgeworfene Erde, Schutt, Damm, Wall, Her. 1, 184; bes. Grabhügel, 1, 93. 9, 85; τάφων χώματα γαίας Eur. Suppl. 54; Aesch. Ch. 712 Suppl. 849; Soph. Ant. 1201; Eur. Hec. 221 Alc. 999 u. öfter; Plat. Legg. XII, 947 e; Thuc. 2, 75; auch die ausgegrabene Erde, die, nachdem sie an der Luft locker u. fruchtbar geworden ist, wieder in die Gruben geworfen wird, um darin Bäume zu pflanzen; Theophr. u. Geopon.
-
5 χωμα
- ατος τό [χώννυμι]1) земляная насыпь, вал Her., Thuc.2) плотина, гать Her., Diod.3) дамба, мол Her., Dem.4) коса, мыс(Σαρπηδόνιον χ. Aesch.)
5) могильная насыпь, курган Trag., Plat. -
6 χῶμα
χῶμα, τό, aufgeschüttete, aufgeworfene Erde, Schutt, Damm; bes. Grabhügel; auch die ausgegrabene Erde, die, nachdem sie an der Luft locker u. fruchtbar geworden ist, wieder in die Gruben geworfen wird, um darin Bäume zu pflanzen -
7 χώμα
τό1) земля, почва; грунт;έπεσε κάτω στο χώμα — он упал на землю;
τον εκύλισε στο χώμα — он повалил его на землю;
2) пыль;τα ρούχα σου είναι όλο χώματα одежда твоя вся в пыли; 3) прах;§ τον έφαγε το μαύρο χώμα — его поглотила земля; — он умер;
έφαγε η πλάτη του χώμα — его положили на обе лопатки (в борьбе)
-
8 χῶμα
-ατος τό N 3 3-1-3-6-0=13 Ex 8,12.13(bis); Jos 8,28; Is 25,2earth thrown up, mound (thrown up against the walls of cities in order to take them) Ez 21,27; sepulchral mound Jb 17,16; heap of rubbish, ruin Jos 8,28; dust of the earth Ex 8,12Cf. LE BOULLUEC 1989 37-38.125; SHIPP 1979, 576; WALTERS 1973, 196 -
9 χώμα
[хома] ουσ ο земля, почва. -
10 χώμα
saleté -
11 χώμα
earthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χώμα
-
12 πρός-χωμα
-
13 πρός-χωμα [2]
-
14 πρό-χωμα
-
15 παρά-χωμα
-
16 σύγ-χωμα
σύγ-χωμα, τό, das Zusammengeschüttete, der Schutthaufen, Sp.
-
17 ἀνά-χωμα
ἀνά-χωμα, τό, Erdaufwurf, Grabenrand, Sp.
-
18 ἐπί-χωμα
ἐπί-χωμα, τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.
-
19 ἔγ-χωμα
-
20 Κάλλιο πέντε και στο στόμα, παρά δέκα και στο χώμα
– Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα– Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα– Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ• Лучше синица в кулаке, чем журавль в небеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέριЛучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там• Лучше синица в руке, чем журавль в небеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πέντε και στο στόμα, παρά δέκα και στο χώμα
См. также в других словарях:
χῶμα — earth thrown up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώμα — το / χῶμα, ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος νεοελλ. 1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα») 2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα») 3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας») 4. φρ. α) «έφαγε η … Dictionary of Greek
χώμα — το, ατος 1. γη, έδαφος που αποτελείται από λεπτούς κόκκους. 2. σκόνη: Το κοστούμι σου είναι όλο χώματα. 3. έδαφος: Έπεσε κάτω στο χώμα. 4. φρ., «Tον έφαγε το μαύρο χώμα», τον σκέπασε ο τάφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάσπες (ιαματικές) — Χώμα σε μορφή λάσπης, με θεραπευτικές ιδιότητες. Σχηματίζονται συνήθως από αργιλώδες έδαφος αναμεμειγμένο με ιαματικό νερό και, μερικές φορές, με οργανικές ουσίες. Οι λ. αυτές μπορεί να είναι φυσικές ή τεχνητές: τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες … Dictionary of Greek
χωμάτων — χῶμα earth thrown up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώμασι — χῶμα earth thrown up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώμασιν — χῶμα earth thrown up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώματα — χῶμα earth thrown up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώματι — χῶμα earth thrown up neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώματος — χῶμα earth thrown up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek