-
1 χελυς
- ῠος ἥ1) черепаха HH.2) лира (первонач. изготовлявшаяся из щита черепахи) HH., Aesch.χ. ἑπτάτονος Eur. — семиструнная лира
3) грудная клетка, грудь(ἀπορρῆξαι χέλυν Eur.)
-
2 σαυλος
3манерно движущийся, мягко ступающий, идущий томной походкой Anacr.:(χέλυς) σαῦλα ποσὴν βαίνουσα HH. мягко ступающая черепаха
-
3 χελωνη
ἥ1) черепаха HH., Her., Soph., Arph., Arst., Plut., Luc.2) лира Plut.3) воен. «черепаха» (лат. testudo), подвижный защитный навес(χ. ξυλίνη Xen.)
χ. χωστρίς Polyb. — навес для защиты подкопных работ;χ. κριοφόρος Diod. — защитный навес с тараном - см. тж. χέλυς
См. также в других словарях:
χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» … Dictionary of Greek
χέλυς — χέλῡς , χέλυς tortoise fem acc pl χέλῡς , χέλυς tortoise fem nom/voc pl χέλῡς , χέλυς tortoise fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελύων — χέλυς tortoise fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέλυας — χέλυς tortoise fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέλυες — χέλυς tortoise fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέλυος — χέλυς tortoise fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHELYDRI — serpentum genus, apud Sohn. c. 2. Calabria chelydris frequentissima; et Virg. Georgic. l. 2. v. 214. nigris exesa Chelydris Creta. l. item 3. v. 415. Disce et odoratum stabulis accendere cedrum, Galbaneoque agitare graves nidore chelydros: iidem… … Hofmann J. Lexicon universale
χελεύς — έως, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χέλυς, κιθάρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
χελούω — Α (κατά τον Ησύχ.) βήχω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω] … Dictionary of Greek
χελύσσω — και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α 1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη 2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό τού λ για … Dictionary of Greek
χέλυι — χέλυϊ , χέλυς tortoise fem dat sg χέλυς tortoise fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)