-
41 ледник
1. (масса движущегося льда) о παγετώνας 2. (погреб, специальный шкаф, помещение) η αποθήκη/ο χώρος συντήρησης του πάγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледник
-
42 монтажная
ο χώρος συναρμολόγησης- ик ο τεχνικός της εγκατάστασης, разг. о μονταδόρος (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтажная
-
43 отвал
1. (действие) η (εν)απόθεση 2. (режущая часть плуга) с.-х. о αναστρεπτή-ρας του αρότρου 3. (насыпь) о χώρος (εν)απόθεσης, το ανάχωμα 4. горн. η (εν)απόθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвал
-
44 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
45 отсек
(мор., косм.) το διαμέρισμα, ο τομέας, ο χώροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отсек
-
46 павильон
το περίπτεροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > павильон
-
47 паркинг
ο χώρος (επιτρεπόμενης) στάθμευσης, разг. το πάρκινκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паркинг
-
48 платформа
1. (ровная возвышенная площадка) η βάση, η εξέδρα, η πλατφόρμα (ξεν.)· весовая - της ζυγογέφυρας(кфс.) о χώρος κινηματογράφησης2. (площадка вдоль железнодорожного полотна на станции) η αποβάθρα 3 (небольшая железнодорожная станция, полустанок) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός 4. (товарный вагон с невысокими бортами, без крыши) το ανοικτό βαγόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платформа
-
49 площадка
1. (земельный участок) о χώρος, το πεδίο, το γήπεδοстартовая - το πεδίο/η εξέδρα εκτόξευσης2. (над уровнем пола) η εξέδρα, η πλατφόρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадка
-
50 площадь
1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνειαполезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)2. тех. η επιφάνεια, η έκτασηлобовая - ав. μετωπική -3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь
-
51 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение
-
52 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
53 салон
1. (гостиная, зал) το σαλόνι 2. (напр. самолёта, автобуса) о χώρος των επιβατών 3. (напр. литературный) η λέσχη 4. (зал для демонстрации и продажи предметов торговли) το εκθετήριο, η εκθεσιακή αίθουσαхудожественный - έργων τέχνης, η πινακοθήκηη γκαλερί (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > салон
-
54 свалка
1. (действие) το ξεφόρτωμα, η εκφόρτωση, το ρίξιμο 2. (место, куда сваливают что-л.) о χώρος (εν)απόθεσηςмусорная - о σκουπιδότοπος, η χωματερή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свалка
-
55 стация
ο χώροςο τόποςτο μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стация
-
56 стоянка
1. (остановка, временное пребывание где-л.) η στάση 2. (место остановки) о χώρος στάθμευσης, ο σταθμός- автомашин - των αυτοκινήτων, το πάρκιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоянка
-
57 ступица
(колеса) о ομφαλ/ός, η πλήμνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ступица
-
58 тепляк
стр. о θερμαινόμενος χώρος (εργασίας, οικοδομής κ.λπ.), το υπόστεγο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тепляк
-
59 трюм
1. мор. το κύτ/ος, разг. το αμπάρι 2. театр. о χώρος κάτω από τη σκηνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трюм
-
60 швартовка
η πρόσδεσητο πλεύρισμαместо - и το σημείο πρόσδεσης, ο χώρος πλεύρισης του σκάφουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > швартовка
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek