-
1 цветной
χρωματιστός, έγχρωμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветной
-
2 цветной
цветной έγχρωμος, χρωματιστός· \цветной фильм το έγχρωμο φιλμ; \цветнойая фотография η έγχρωμη φωτογραφία; \цветнойые металлы τα έγχρωμα μέταλλα* * *έγχρωμος, χρωματιστόςцветно́й фильм — το έγχρωμο φιλμ
цветна́я фотогра́фия — η έγχρωμη φωτογραφία
цветны́е мета́ллы — τα έγχρωμα μέταλλα
-
3 колоритный
колорит||ныйприл ζωηρός, χρωματιστός. -
4 цветистый
цветистыйприл1. (покрытый цветами) λουλουδιασμένος:\цветистый луг τό λουλουδιασμένο λιβάδι·2. (пестрый) χρωματιστός, παρδαλός:\цветистый платок τό χρωματιστό μαντήλι·3. перен (витиеватый) ἐξεζητημένος:\цветистый слог τό ἐξεζητημένο στυλ. -
5 цветной
цветн||ойприл χρωματιστός, Εγχρωμος:\цветнойая ткань τό χρωματιστό ὕφασμα· \цветной фильм τό ἔγχρωμο φίλμ· ◊ \цветнойые металлы τά μή σιδηρούχα μέταλλα· \цветнойая капуста τό κουνουπίδι. -
6 coloured
1) (having colour: She prefers white baths to coloured baths.) χρωματιστός2) (belonging to a dark-skinned race: There are only two white families living in this street - the rest are coloured.) έγχρωμος -
7 колоритный
επ.1. χρωματιστός, ποικιλλό-χρωμος•колоритный пейзаж ποικιλλόχρωμο τοπίο.
2. ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός. -
8 краплёный
επ.χρωματιστός, παρδαλός, στιγματιστός. -
9 красочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. βαφικός•-ое производство η παραγωγή βαφών.
2. χρωματιστός, με χρώματα.3. μτφ. εκφραστικος, γλαφυρός• γραφικός• χαρακτηριστικός• ωραίος. -
10 раскрашенный
επ. από μτχ.χρωματιστός, έγ-ρωμος, χρωματισμένος, βαμμένος• ποικιλόχρωμος• πλουμιστός. -
11 цветной
επ.1. έγχρωμος• χρωματιστός•-ые камни έγχρωμα πετράδια•
-ые металлы έγχρωμα μέταλλα•
цветной фильм έγχρωμο φιλμ•
-ое телевидение έγχρωμη τηλεόραση.
2. (για φυλές ανθρώπων) ο μη λευκός•-ые народы οι μη λευκοί λαοί.
εκφρ.- ая металлургия – έγχρωμη μεταλλουργία. -
12 renkli
έγχρωμος, χρωματιστός -
13 colourful
1) γραφικός2) πολύχρωμος3) χρωματιστός
См. также в других словарях:
χρωματιστός — ή, ό, Ν αυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
χρωματιστός — ή, ό χρωματισμένος, βαμμένος: Αγόρασε χρωματιστά σεντόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαπτός — βαπτός, ή, όν (Α) [βάπτω] 1. βαμμένος, χρωματιστός 2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή 3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.) … Dictionary of Greek
επίχροος — ἐπίχροος, ον (Α) χρωματιστός, έγχρωμος … Dictionary of Greek
μινιάδος — α, ον ζωγραφιστός, χρωματιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. miniado] … Dictionary of Greek
σάγος — ὁ, ΜΑ μσν. υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς αρχ. 1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών 2. μανδύας τών Ισπανών 3. στρατιωτικός μανδύας 4. πιθ. μάλλινο… … Dictionary of Greek
υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… … Dictionary of Greek
Ακεσίνης — Ονομασία δύο ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ο σημερινός ποταμός της ΣικελίαςΚαντάρα. 2. Ο σημερινός ποταμός Τζενάμπ της Ινδίας, που εκβάλλει στον Ινδό. Ο Φιλόστρατος τον αναφέρει με αυτή την ονομασία, αλλά στα αρχαία ινδικά βιβλία αναφέρεται ως… … Dictionary of Greek
έγχρωμος, -η — ο 1. που έχει χρώμα, χρωματισμένος. 2. που έχει ένα ή περισσότερα χρώματα εκτός από το άσπρο και το μαύρο, χρωματιστός. 3. ο νέγρος ή ο ασιάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμέα — η σκληρός και χρωματιστός λίθος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή δακτυλιόλιθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)