-
1 χρησμολογος
I2[χρησμός + λέγω III] пророческий, вещий(ἀνήρ Her.; Μουσαῖος Soph.; μάρτυρες περὴ τῶν ἐσομένων Arst.)
IIὅ [λέγω III] прорицатель Her. etc.ὅ [λέγω II] собиратель старых прорицаний(Ὀνομάκριτος, ἀνέρ χ. καὴ διαθέτης χρησμῶν τῶν Μουσαίου Her.)
-
2 χρησμολόγος
ος, ον предвещающий, предсказывающий; пророческий, вещий
См. также в других словарях:
χρησμολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγος — ο / χρησμολόγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης 2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τούς μελετήσει 2. πρόσωπο που αρέσκεται στην… … Dictionary of Greek
χρησμολόγος, -ος, -ο — 1. μάντης, προφήτης. 2. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία των χρησμών. 3. αυτός που συλλέγει χρησμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμολόγω — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) χρησμολόγος masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρησμολόγος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγοις — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut dat pl χρησμολόγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγον — χρησμολόγος masc/fem acc sg χρησμολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγου — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen sg χρησμολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγους — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem acc pl χρησμολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγων — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen pl χρησμολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγῳ — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut dat sg χρησμολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγε — χρησμολόγος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)