Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χρηματικός

См. также в других словарях:

  • χρηματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… …   Dictionary of Greek

  • χρηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στα χρήματα: Ξόδεψε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό γι’ αυτό το έργο. 2. φρ., «χρηματική ποινή», υποχρέωση που επιβάλλεται από το δικαστήριο σ αυτόν που έφταιξε να πληρώσει στο δημόσιο ταμείο ορισμένο χρηματικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματικά — χρηματικός of neut nom/voc/acc pl χρηματικά̱ , χρηματικός of fem nom/voc/acc dual χρηματικά̱ , χρηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικῶν — χρηματικός of fem gen pl χρηματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικόν — χρηματικός of masc acc sg χρηματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικαῖς — χρηματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικαί — χρηματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικοῖς — χρηματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικοῦ — χρηματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικῆς — χρηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»