-
1 χοροπαικτης
См. также в других словарях:
χοροπαίκτης — ὁ, Α χοροπαίγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + παίκτης (< παίζω)] … Dictionary of Greek
χοροπαῖκται — χοροπαίκτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek