Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χορογράφος

См. также в других словарях:

  • χορογράφος — ο, η, Ν 1. δημιουργός χορού ή χοροδράματος 2. μελετητής τής τεχνικής χορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χορογράφος — ο 1. ο συνθέτης χορού. 2. ο τεχνογράφος των χορών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Πετί, Ρολάν — (Petit, Βιλμόμπλ, Σηκουάνας 1924). Γάλλος χορευτής και χορογράφος. Σπούδασε στην Όπερα των Παρισίων και αποδείχτηκε εξαίρετος χορευτής με σπουδαία τεχνική· πολύ νωρίς άρχισε να εργάζεται ως χορογράφος. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από ύφος… …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • Αντζιολίνι, Γκασπάρο — (Gasparo Angiolini, Φλωρεντία 1731 – Μιλάνο 1803). Ιταλός χορευτής, χορογράφος και συνθέτης. Εργάστηκε αρχικά ως χορογράφος στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον Αυστριακό χορογράφο Χίλφερντιγκ στη Βιέννη και έθεσαν τις… …   Dictionary of Greek

  • Γριμάνης, Άγγελος — (Πάτρα 1906 – Αθήνα 1977). Χορογράφος και χορευτής. Ως χορευτής εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα του Βερολίνου το 1927 και στη συνέχεια προσελήφθη στην κρατική όπερα της Στουτγάρδης (1927 29) και της Κολονίας. Σταδιακά εξελίχθηκε και σε… …   Dictionary of Greek

  • Κέλι, Τζιν — (Gene Kelly, 1912 – 1996). Αμερικανός ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης και χορογράφος. Υπήρξε για πολλά χρόνια –και κυρίως στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950– συνώνυμο του εμπορικού χορευτή του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε οικονομικά στο… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπαν φον Βάραλια, Ρούντολφ — (Rudolf Laban von Varalja, Μπρατισλάβα 1879 – Λονδίνο 1958). Ούγγρος χορογράφος και χορευτής. Θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος του ελεύθερου ή σύγχρονου χορού, στον οποίο αφιερώθηκε ως χορευτής, χορογράφος και δάσκαλος δικών του ανανεωτικών… …   Dictionary of Greek

  • Μάνου, Ραλλού — (Αθήνα 1915 – 1987). Χορογράφος και καθηγήτρια χορού. Σπούδασε γυμναστική, χορό και ρυθμική στο Παρίσι, στο Μόναχο, στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα, κοντά στην Κούλα Πράτσικα, στη σχολή της οποίας δίδαξε μετά το 1937. Το 1941 ίδρυσε σχολή χορού και… …   Dictionary of Greek

  • Νιζίνσκι, Βασλάβ — (Vaslav Fomic Nizinsky,Κίεβο 1890 – Λονδίνο 1950). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Πήρε το δίπλωμά του στην Αγία Πετρούπολη το 1908 και αμέσως τον κάλεσαν να γίνει μέλος των ρωσικών μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ, όπου ο χορός του προκάλεσε στο κοινό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»